Τα προβλήματα της Ελλάδας δεν τελειώνουν με το νέο πακέτο στήριξης, επισημαίνει σε σημερινό της δημοσίευμα η Wall Street Journal, τονίζοντας την ευπάθεια του τραπεζικού συστήματος.
Η προσοχή εστιάζεται στις πιθανές κεφαλαιακές ελλείψεις, καθώς η μεγαλύτερη άμεση πρόκληση είναι η ρευστότητα και το αν οι τράπεζες έχουν αρκετές χρηματοδοτήσεις να στηρίξουν την ανάκαμψη, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα και τονίζει ότι αυτό θα εξαρτηθεί από την ευρωπαϊκή στήριξη, αναφέρεται στο capital.gr.
Ο μέσος όρος του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών, σύμφωνα με την WSJ, είναι περίπου 9%. Αυτό ίσως δεν είναι αρκετό για να απορροφηθεί ενδεχόμενο haircut των ελληνικών ομολόγων στο μέλλον. Η μικτή έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε κρατικά ομόλογα ποικίλει από 72% της Marfin Popular Bank και 218% της Εθνικής Τράπεζας.
Στην περίπτωση που τα υφιστάμενα κρατικά ομόλογα υποστούν κούρεμα 40% το 2013, οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν συνολικά 8,4 δισ. ευρώ για να φτάσουν σε δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 8%, όπως ορίζει η Βασιλεία III, σύμφωνα με τη UBS.
Όμως όλα αυτά είναι θεωρητικά, σημειώνει η WSJ, καθώς η Ευρωζώνης δείχνει να μην προτίθεται να προχωρήσει σε haircut στην παρούσα φάση. Η πιο άμεση ανησυχία είναι οι τραπεζικές χρηματοδοτήσεις. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει σχετικά χαμηλό δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις, γύρω στο 120%, αρκετά χαμηλότερα από το πορτογαλικό και το ιρλανδικό.
Ωστόσο τον τελευταίο χρόνο, οι καταθέσεις έχουν υποχωρήσει κατά 44 δισ. ευρώ, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποκλειστεί από τις αγορές repos, την διατραπεζική αγορά και τις αγορές ομολόγων. Αυτό έχει αφήσει ένα χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 135 δια. ευρώ, το οποίο καλύπτει στο μεγαλύτερο βαθμό η ΕΚΤ.
Θεωρητικά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν απεριόριστη πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ. Όμως στην πράξη, δέχονται πιέσεις να μειώσουν την εξάρτησή τους. Έχουν ήδη μειώσει το δανεισμό κατά 11 δισ. ευρώ, στα 87 δισ. ευρώ, παρά την εκροή καταθέσεων 13 δισ. ευρώ. Χάρη στο συνδυασμό μείωσης της ζήτησης καταναλωτικών δανείων και της πώλησης σχεδόν 40 δισ. σε πάγια, κατάφεραν να προβούν σε απομόχλευση χωρίς να μειώσουν τις επιχειρηματικές χορηγήσεις, σημειώνει η WSJ.
Αν αναγκαστούν οι τράπεζες να πουλήσουν ξένες θυγατρικές θα απελευθερώσουν ρευστότητα, όμως κινδυνεύουν να στερηθούν τα κέρδη που χρειάζονται για να αντισταθμίσουν τις εγχώριες απομειώσεις.
Επίσης, η συγχώνευση της τραπεζικής αγοράς θα επιφέρει σημαντική μείωση δαπανών, ενισχύοντας κέρδη και κεφάλαια, ενώ θα συμβάλλει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην αγορά.
Ως αποτέλεσμα, η κατάσταση είναι προσωρινά ισορροπημένη, τονίζει η WSJ. Οι τράπεζες διαθέτουν αρκετή ρευστότητα προς το παρόν, όμως δεν έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τις χορηγήσεις, το κόστος δανεισμού είναι υψηλό και το ενδεχόμενο νέων εκροών καταθέσεων απειλεί με πιστωτική κρίση.
Εκτός και αν η ΕΚΤ εμφανιστεί ιδιαίτερα γενναιόδωρη, η Ελλάδα ίσως δυσκολευτεί να ξεφύγει από τα προβλήματα και αυτοί που σκέφτονται νέες διασώσεις ίσως καταλάβουν ότι ρίχνουν χρήματα… που δεν πιάνουν τόπο.