Για μία ακόμη φορά ο επικεφαλής της ΕΚΤ υπερασπίζεται την πολιτική χαμηλών επιτοκίων, αλλά και τηv ποσοτική χαλάρωση. Η ανάπτυξη στην ευρωζώνη οφείλεται και στην παρέμβαση της Φραγκφούρτης, λέει ο κεντρικός τραπεζίτης.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, όλα αυτά στα πλαίσια πρόσφατης συζήτησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την ετήσια «έκθεση δραστηριοτήτων» της ΕΚΤ και ενώ η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά ασκούν πιέσεις για να τερματιστεί η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που αποτελεί αντικίνητρο για αποταμίευση. Η ΕΚΤ αντιτείνει ότι, σύμφωνα με το καταστατικό της, παραμένει υπεύθυνη για τη σταθερότητα των τιμών. Μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο, ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δηλώνει ότι η σημερινή νομισματική πολιτική θα συνεχιστεί «τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο» και σε κάθε περίπτωση μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος ως προς τον πληθωρισμό.
«Αν και έχει ενισχυθεί η πεποίθησή μας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συγκλίνουν γύρω στο 2%, αλλά κάτω από το συγκεκριμένο όριο, ακόμη δεν μπορούμε να ισχυριστούμε οτι έχουμε επικρατήσει σε αυτό το μέτωπο. Μετά από μία άνοδο κοντά στο 2% το 2017 λόγω αυξημένων τιμών ενέργειας, είδαμε ότι από τον περασμένο Μάρτιο ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σε ένα πλαίσιο μεταξύ 1,3 και 1,5%» συνοψίζει ο ιταλός τραπεζίτης.
Η τελευταία φορά που η Φραγκφούρτη είχε ανεβάσει τα επιτόκια ήταν το 2011, όταν στο «τιμόνι» της τράπεζας ήταν ο προκάτοχος του Ντράγκι, Ζαν Κλωντ Τρισέ. Καθώς η πολιτική χαμηλών επιτοκίων δεν είχε αποφέρει άμεσο αποτέλεσμα, ο Μάριο Ντράγκι βρήκε άλλον έναν τρόπο να διοχετεύσει χρήμα στην αγορά, παρεμβαίνοντας στην αγορά ομολόγων. Το αποκαλούμενο «πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» προκαλεί αντιδράσεις στον πλούσιο Βορρά της Ευρώπης. Αλλά όπως επισημαίνει ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κύρτσος «πάντα συμπληρώνει (ο Ντράγκι) την ποσοτική χαλάρωση, που τη θεωρεί – προς το παρόν τουλάχιστον – αναγκαία, με την επισήμανση ότι πρέπει να ελεγχθούν οι δημόσιες δαπάνες και ότι πρέπει οι κυβερνήσεις να αξιοποιήσουν τον χρόνο που τους εξασφαλίζει με την πολιτική τους η ΕΚΤ για να προχωρήσουν στις αναγκαίες διαριρωτικές αλλαγές τώρα που το οικονομικό περιβάλλον είναι ευνοϊκό».
Ο έλληνας ευρωβουλευτής δηλώνει «φανατικός ντραγκιστής», καθώς, όπως υποστηρίζει, η σημερινή πολιτική της ΕΚΤ προσφέρει ευκαιρίες στις πιο αδύναμες χώρες της ευρωζώνης. Απομένει ωστόσο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των «μη εξυπηρετούμενων δανείων» που επιβαρύνει τον τραπεζικό κλάδο κυρίως στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιταλία. Ο ίδιος ο Ντράγκι δηλώνει αισιόδοξος, αλλά την ίδια στιγμή προειδοποιεί τα κράτη-μέλη ότι πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες στην κατεύθυνση αυτή. «Τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώνονται συνεχώς τα τελευταία τρία χρόνια», επισημαίνει. «Σημειώνεται πρόοδος στην υλοποίηση του σχεδίου δράσης που είχε συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Χρειάζονται ωστόσο επιπλέον προσπάθειες από τράπεζες, εποπτικές αρχές και νομοθέτες, προκειμένου να δημιουργηθεί εκείνο το περιβάλλον, στο οποίο μπορούμε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τελικά να απαλλαγούμε από αυτά».
Η πολιτική Ντράγκι δεν αναμένεται να αλλάξει μέχρι το τέλος της θητείας του ιταλού τραπεζίτη τον Οκτώβριο του 2019. Αλλά τί θα γίνει στη συνέχεια; Ως ιδιαίτερα σοβαρή υποψηφιότητα για τη διαδοχή του προβάλλει πλέον ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Γιενς Βάιντμαν, ο οποίος πάντως επικρίνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το σχόλιο από τον έλληνα ευρωβουλευτή Γιώργο Κύρτσο: «Νομίζω ότι είναι το σενάριο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εφαρμογής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι. Κανείς δεν αμφισβητεί τις ικανότητές του (Βάιντμαν), αλλά ανήκει σε μία διαφορετική σχολή σκέψης. Δηλαδή εκφράζει τους επιτυχημένους και δυναμικούς και δεν είμαι σίγουρος ότι θα δώσει τις αναγκαίες ευκαιρίες με την πολιτική που θα ακολουθήσει σε αυτούς που έχουμε μείνει πιο πίσω. Πολλές φορές με δικές μας ευθύνες, αλλά παρ΄όλ΄αυτά χρειαζόμαστε τις ευκαιρίες…».