Θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι μεταρρυθμίσεις και το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων θα εφαρμοστούν ομαλά και εντός του συμφωνηθέντος χρονοδιαγράμματος, βλέπει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Σε ομιλία του στο Ελληνο-Ισπανικό Εμπορικό Επιμελτήριο με θέμα το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας παραμένει εύθραυστη, εν μέσω κινδύνων και αδυναμιών, τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών. Προειδοποίησε δε ότι η όποια οπισθοχώρηση ή καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα αποδυνάμωναν τις θετικές προοπτικές, πλήττοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας.
«Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει εστιασμένη στην εφαρμογή των μέτρων του προγράμματος και την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελικής αξιολόγησης, που θα σημάνει και τη λήξη του προγράμματος» τόνισε ο κ. Στουρνάρας. Όσον αφορά στους εξωτερικούς κινδύνους, αυτοί, όπως είπε, συνδέονται μεταξύ άλλων με την απότομη αποστροφή των επενδυτών από το ρίσκο και τις αναταράξεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και τις αγορές συναλλάγματος, όπως επίσης σε γεωπολιτικούς παράγοντες.
Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε επίσης τη θέση της Τράπεζας της Ελλάδας πως μία προληπτική γραμμή στήριξης θα βοηθούσε την ελληνική οικονομία, μειώνοντας περαιτέρω το κόστος χρηματοδότηση και προσφέροντας εγγυήσεις για την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, ειδικά εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές έχουνε επιδεινωθεί.
Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε ακόμη ότι το υφιστάμενο δημοσιονομικό μίγμα δεν είναι βιώσιμο και θα πρέπει να αλλάξει. Περισσότερη έμφαση, όπως είπε, πρέπει να δοθεί στη μείωση των μη παραγωγικών δαπανών, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της κρατικής περιουσίας, και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης. Αυτές οι κινήσεις, όπως είπε, θα οδηγήσουν σε μία πιο δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών και θα δώσουν τη δυνατότητα για μείωση των υπερβολικά υψηλά φόρων.
Όσο αφορά τέλος τους στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων την επόμενη διετία, τόνισε ότι είναι φιλόδοξοι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, κάτι που σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους. Υπενθύμισε τέλος ότι οι τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις μέσα στο 2018, όπως την εφαρμογή των αυστηρότερων κανόνων για τις προβλέψεις επισφαλών δανείων και τα πανευρωπαϊκά τεστ αντοχής της ΕΚΤ.