Σε μια «απολογία» για τις δυσοίωνες προβλέψεις του σχετικά με το μέλλον του ευρώ κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους προέβη ο Πολ Κρούγκμαν, υπό το φως της ισχυρής ανάκαμψης της ευρωζώνης.
Σε άρθρο του στους New York Times, ο κ. Κρούγκμαν επισημαίνει πως αν και συνεχίζει να θεωρεί προβληματική την οικονομική λογική πίσω από το ενιαίο νόμισμα, είχε υποτιμήσει την πολιτική συνοχή της νομισματικής ένωσης.
Όπως τονίζει, η βούληση των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ να υποστούν τρομακτικό οικονομικό πόνο για να παραμείνουν στην ευρωζώνη, ήταν μεγαλύτερη από αυτή που περίμενε.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος παρουσιάζει την περίπτωση της Ισπανίας ως ένα ιδανικό παράδειγμα των παραπάνω.
Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά την διάρκεια των καλών χρόνων, κεφάλαια εισέρρευσαν στην Ισπανία, προκαλώντας μια τεράστια στεγαστική φούσκα. Αυτό προκάλεσε πληθωρισμό που κατέστησε την ισπανική βιομηχανία λιγότερο ανταγωνιστική, οδηγώντας σε ένα μεγάλο εμπορικό έλλειμμα. Όταν «τα όργανα σταμάτησαν να παίζουν», η ανεργία εκτινάχτηκε και η χώρα αναγκάστηκε να ξεκινήσει μια επώδυνη διαδικασία «εσωτερικής υποτίμησης». Οι μισθοί οδηγήθηκαν χαμηλότερα, το κόστος εργασίας στη Βόρεια Ευρώπη αυξήθηκα και στο τέλος υπήρξε αποτέλεσμα, υποστηρίζει ο κ. Κρούγκμαν.
Η Ισπανία απολαμβάνει σήμερα σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, λαμβάνοντας ώθηση από το άλμα στις εξαγωγές αυτοκινήτων και άλλων αγαθών στον τομέα της μεταποίησης.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο κ. Κρούγκμαν η ιστορία της Iσπανίας δεν αποτελεί και μια δικαίωση του ευρώ. Αναμφίβολα, η ισπανική οικονομία ανέκαμψε, αλλά από το 2008 ως το 2013 υπέστη μια τεράστια απώλεια στο ΑΕΠ. Η απώλεια αυτή δεν προήλθε όλη από την εφαρμογή της «εσωτερικής υποτίμησης» αντί μιας απλής υποτίμησης του νομίσματος, αλλά σίγουρα ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται σε αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, υποστηρίζει ο κ. Κρούγκμαν, η Ισπανία άντεξε την επώδυνη διαδικασία και τώρα βρίσκεται εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται.