Στο 15,9% αυξήθηκε το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το α΄ τρίμηνο εφέτος, από 11,7% το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι και 14,2% το δ΄ τρίμηνο 2010.
Οι άνεργοι, σύμφωνα με την έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), έφτασαν πλέον στα 792.601 άτομα, αριθμός που αυξήθηκε κατά 35,1% μέσα σε έναν χρόνο και κατά 11,3% μέσα σε ένα τρίμηνο.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 22,8% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν εργασία από 12 μήνες και άνω, ανεξάρτητα εάν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 46,6%.
Η ανεργία «πλήττει» κυρίως τους νέους σε ηλικία. Στις ηλικίες 15- 29 ετών, το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 30,9% (από 22,3% το α΄ τρίμηνο 2010) και ειδικά στις γυναίκες, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 35,8% (από 27,4% πριν από ένα έτος).
Συνολικά, η ανεργία στους άνδρες είναι 13,3% (από 9% το α΄ τρίμηνο 2010) και στις γυναίκες είναι 19,5% (από 15,5% πέρυσι).
Με βάση την κατανομή της ανεργίας ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (23,4%). Ακολουθούν τα άτομα που έχουν τελειώσει μερικές τάξεις δημοτικού (18,9%) και οι απόφοιτοι τριτάξιας μέσης εκπαίδευσης (18,2%). Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (9,8%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (10,6%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στο Νότιο Αιγαίο (24,3% από 18,9% το α΄ τρίμηνο 2010), τη Δυτική Μακεδονία (22.3% από 15,1%) και τους Ιόνιους Νήσους (20,3% από 20,4%). Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στην Πελοπόννησο (12,4% από 8,8%), στο Βόρειο Αιγαίο (12,6% από 7,6%) και στη Θεσσαλία (14,3% από 11,3%). Στην Αττική, η ανεργία αυξήθηκε σε 14,7% το α΄ τρίμηνο εφέτος από 10,7% ένα έτος πριν.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (19,8% έναντι 15,5%). Ταυτόχρονα, το 73,3% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων (52%).
Από το σύνολο των ανέργων, το 88,9% αναζητεί εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 51,7% αναζητεί αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 39,7% αναζητεί πλήρη, αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Ένα μικρό ποσοστό ανέργων (6,8%) απέρριψε κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (25,4%), δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (25,1%), ή δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (16,3%).
Σύμφωνα, επίσης, με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το α΄ τρίμηνο εφέτος, ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 4.194.429 άτομα. Η απασχόληση μειώθηκε κατά 2,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 5,2% σε σχέση με το α΄ τρίμηνο 2010.
Το α΄ τρίμηνο εφέτος, βρήκαν απασχόληση 84.278 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, 47.690 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 195.193 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 101.609 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά. Επιπλέον, 102.329 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Εξετάζοντας την εξέλιξη του αριθμού των απασχολουμένων ανά τομέα της οικονομίας, παρατηρείται ότι σε όλους τους τομείς σημειώνεται μείωση στον αριθμό των απασχολούμενων. Στον πρωτογενή τομέα η μείωση ανέρχεται σε 7,7%, στον δευτερογενή 13,8% και στον τριτογενή 2,2%.
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλό και ανέρχεται στο 6,8% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων, το 54,1% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, ενώ το 5,9% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες. Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,4%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.