Οι κινήσεις, που θα γίνουν από σήμερα έως και τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο, είναι καθοριστικής σημασίας για το εάν η Ελλάδα θα πετύχει «καθαρή» και βιώσιμη έξοδο, αναφέρει σε άρθρο του στη Wall Street Journal, ο Νίκος Καραμούζης, πρόεδρος της Eurobank και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Επισημαίνει την ανάγκη να διατηρηθεί η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, να ληφθούν εγκαίρως από τους Ευρωπαίους οι αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους και από ελληνικής πλευράς να αποφασιστεί η πλήρης άρση των capital controls, προκειμένου τονωθεί η αξιοπιστία της χώρας.
Στο άρθρο, που φέρει τον τίτλο «Είναι η Ελλάδα έτοιμη να σταθεί στα πόδια της;», ο κ. Καραμούζης σημειώνει πως δεν είναι όλοι σίγουροι εάν το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας στη χώρα έχει αφομοιώσει τα διδάγματα της κρίσης των προηγούμενων οχτώ ετών. Υπάρχουν, εξηγεί, ανησυχίες για τη μεταβατική περίοδο. για αυτό και προτείνουν την προληπτική πιστωτική γραμμή. Ωστόσο, τονίζει ο κ. Καραμούζης «ένα νέο επίσημο πρόγραμμα, το οποίο θα προβλέπει ουσιαστικά η προληπτική γραμμή στήριξης, μπορεί να εκληφθεί ως σήμα από τις αγορές ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμα σε θέση να βάλει σε τάξη τα του οίκου της».
Η πραγματική πρόκληση, αναφέρει, είναι το πώς θα τονώσει την οικονομική ανάκαμψη ενισχύοντας παράλληλα την αξιοπιστία της οικονομικής της ολιτικής και την εμπιστοσύνη των αγορών. «Μόνο με βιώσιμη ανάπτυξη, μεταρρυθμίσεις, ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις και τις αγορές περιβάλλον και επιμονή στην δημοσιονομική σταθεροποιήση μπορεί να το πετύχει» τονίζει.
«Οι κινήσεις που θα γίνουν από τώρα και μέχρι το τέλος του προγράμματος στα τέλη Αυγούστου, θα καθορίσουν αν η Ελλάδα θα μπορεί να πετύχει μια καθαρή και βιώσιμη έξοδο» προειδοποιεί. Το πρώτο βήμα είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς την επιχειρηματικότητα, εθνικού σχεδίου ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων που θα βασίζεται σε ευρείες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις, με ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα και λίστα προτεραιοτήτων.
Οι ελληνικές τράπεζες, συνεχίζει, πρέπει από την πλευρά τους να πείσουν τους επενδυτές για την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. «Η χώρα δεν μπορεί να πάει μπροστά και να έχει μια καθαρή έξοδο από την κρίση, εάν διατηρούνται αμφιβολίες για την υγεία των τραπεζών της» σχολιάζει.
Για να μειωθεί έτι περαιτέρω η αβεβαιότητα των αγορών, οι επίσημοι δανειστές της χώρας θα πρέπει να αποφασίσουν σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους το αργότερο έως τον Ιούνιο. «Χρειαζόμαστε μία τελική συμφωνία για το χρέος, που θα το καταστήσει βιώσιμο στα μάτια των αγορών, ενώ παράλληλα θα διατηρεί τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησής του σε βιώσιμα επίπεδα» αναφέρει και επισημαίνει την ανάγκη να παραμείνει ενεργά εμπλεκόμενο το ΔΝΤ.
Σημειώνει επίσης πως τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση, πρέπει να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους ότι θα σεβαστούν τους δημοσιονομικούς στόχους που προβλέπουν ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού στο 3,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το 2022. «Κάθε συζήτηση για αναθεώρηση αυτών των στόχων ή αλλαγή του μείγματος θα πρέπει να αναβληθεί μέχρι η εμπιστοσύνη των αγορών να έχει πλήρως αποκατασταθεί» τονίζει.
Καλεί τέλος την κυβέρνηση να άρει όλους τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων έως τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο, εξηγεί, θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας και την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής της, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε και σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης.