Στο “μικροσκόπιο” της Δικαιοσύνης βρίσκονται οι εισπρακτικές εταιρείες, ενώ διαστάσεις, οι οποίες γίνονται ανεξέλεγκτες κάτω από την οικονομική κρίση, προσλαμβάνουν οι πιέσεις αλλά και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν ορισμένες εισπρακτικές εταιρείες, προκειμένου να αναγκάσουν τους μικροφειλέτες του “πλαστικού χρήματος” (κάρτες αγορών), δανείων κ.λπ. που καθυστερούν τις δόσεις τους να πληρώσουν και οι εταιρείες να λάβουν την προμήθειά τους.
Ήδη σε δύο περιπτώσεις έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη, ενώ αυξάνονται καθημερινά τα κρούσματα όπου οι υπάλληλοι των εισπρακτικών εταιρειών εμφανίζονται ως συνεργάτες δικηγορικών γραφείων, προκειμένου να ασκήσουν ασφυκτικές πιέσεις, ενώ πολλές φορές εκπέμπουν και απειλές προς τους μικροφειλέτες, λέγοντας τους ότι θα εκδοθούν σε βάρος τους διαταγές πληρωμών ή θα ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, κ.λπ.
Ορισμένες εισπρακτικές εταιρείες στην ουσία “ενοικιάζουν” το ονοματεπώνυμο νέων, κατά κανόνα, δικηγόρων και εν συνεχεία οι υπάλληλοί τους τηλεφωνούν σε μικροφειλέτες ως συνεργάτες των δικηγορικών αυτών γραφείων, επικαλούμενοι το όνομα του δικηγόρου.
Μάλιστα, εάν ο μικροφειλέτης απουσιάζει, οι υπάλληλοι της εισπρακτικής εταιρείας αφήνουν μήνυμα λέγοντας ότι πρέπει επειγόντως να επικοινωνήσει ο κάτοχος πιστωτικής κάρτας, κ.λπ. με το δικηγορικό γραφείο.
Σε περίπτωση που ζητηθεί από τον μικροφειλέτη ο αριθμός μητρώου που έχει ο δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών προκειμένου να επαληθεύσει εάν πρόκειται για δικηγόρο “μαϊμού” ή όχι, κανείς από τις εισπρακτικές εταιρείες δεν το δίνει (ούτε κάποιο άλλο στοιχείο του δικηγόρου), παρά απαντούν ότι θα επικοινωνήσει ο δικηγόρος με τον μικροφειλέτη.
Όταν ο μικροφειλέτης ζητάει από τον υπάλληλο της εισπρακτικής εταιρείας να μιλήσει με τον δικηγόρο που επικαλούνται, η απάντηση είναι ότι δεν είναι στο γραφείο του και θα καλέσει ο δικηγόρος τον πελάτη. Πάντως, όπως λένε παράγοντες της αγοράς, ορισμένες εισπρακτικές εταιρείες συνεργάζονται μεν με δικηγόρους, αλλά εν αγνοία τους χρησιμοποιούν το όνομά τους.
Παράλληλα, οι υπάλληλοι των εισπρακτικών εταιρειών καλούν τηλεφωνικά αλλά και σε κινητά τηλέφωνα τους μικροφειλέτες πολύ πριν την ημερομηνία λήξη της δόσης, ενδιαμέσως και λίγο πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία, ακόμη και σε ακατάλληλες ώρες (ώρες κοινής ησυχίας κ.λπ.) ή σε επαγγελματικούς χώρους που ο μικροφειλέτης δεν μπορεί να μιλήσει.
Είναι μόνιμο φαινόμενο πλέον οι υπάλληλοι των εισπρακτικών εταιρειών να μην κλείνουν το τηλέφωνο εάν δεν εκμαιεύσουν από τον οφειλέτη την ημερομηνία καταθέσεις (καθυστερούμενης ή μη) της δόσεις στην Τράπεζα. Η δε συμπεριφορά των υπαλλήλων αυτών, πλέον του ότι είναι πιεστική και απειλητική, στερείται των κανόνων ευγενείας και καλής αγωγής, όπως λένε οι ίδιοι οι μικροφειλέτες.
Η πρώτη ενέργεια κατά των εισπρακτικών αυτών εταιρειών που κινούνται εκτός νομικού πλαισίου, ξεκίνησε το 2008 από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών με πρωτοβουλία του τότε προέδρου Δημήτρη Παξινού.
Ο Σύλλογος υποστηρίζει ότι οι εισπρακτικές εταιρείες κινούμενες στα όρια της νομιμότητας και ενίοτε αντιποιούμενες το έργο των αρμόδιων οργάνων (δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών κ.λπ.), αποτελούν πρόβλημα για μεγάλο αριθμό τραπεζικών οφειλετών, από τους οποίους αξιώνουν, ενίοτε επιτακτικά και μη νόμιμα, την καταβολή οφειλών τους προς Τραπεζικά Ιδρύματα.
Μεταξύ των ενεργειών που έχει προβεί ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών περιλαμβάνεται η ανάπτυξη στενής συνεργασίας με άλλους αρμόδιους φορείς (Ένωση Δικαστικών Επιμελητών, Συνήγορο του Καταναλωτή κ.λπ.), ενώ είχε ζητήσει από όσους είχαν στοιχεία για παράνομες πράξεις εισπρακτικών εταιρειών να τα θέσουν σε γνώση του, έτσι ώστε με δική του πρωτοβουλία να κινηθούν οι νόμιμες διαδικασίες.
Κατόπιν συλλογής και επεξεργασίας των στοιχείων αυτών, δόθηκε εντολή από το ΔΣΑ στους δικηγόρους Βασίλη Χειρδάρη και Σταύρο Χούρσογλου να προβούν στις προσήκουσες ποινικές ενέργειες ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να αποδοθούν ποινικές ευθύνες για εκείνους τους εκπροσώπους των “εισπρακτικών” εταιρειών που προέβαιναν σε αξιόποινες πράξεις.
Έτσι υπεβλήθη κατ’ αρχάς μηνυτήρια αναφορά και παράλληλα κατατέθηκαν στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών όλα εκείνα τα στοιχεία που είχε συλλέξει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, προς περαιτέρω αξιολόγηση και επεξεργασία τους. Παράλληλα υπεβλήθησαν δύο εγκλήσεις κατά εκπροσώπων δύο συγκεκριμένων εισπρακτικών εταιρειών, κατά των οποίων προέκυπταν ενδείξεις τέλεσης εγκληματικών ενεργειών.
Στην μία περίπτωση, υπάλληλοι εισπρακτικής εταιρείας απαιτούσαν την καταβολή οφειλών από πολίτες, μετερχόμενα μεθόδους απειλητικές και εκβιαστικές. Για την υπόθεση αυτή ασκήθηκε κακουργηματική ποινική δίωξη και διεξάγεται κύρια ανάκριση από τον 11ο ανακριτή Αθηνών.
Σε δεύτερη περίπτωση, μεγάλη εισπρακτική εταιρεία υλοποιούσε ενέργειες που μπορούν να διενεργηθούν αποκλειστικά από δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές. Συγκεκριμένα είχε συνάψει συμβάσεις με μεγάλο τραπεζικό οργανισμό, δια των οποίων αναλάμβανε με σημαντική ποσοστιαία αμοιβή την είσπραξη οφειλομένων απαιτήσεων, χρησιμοποιώντας δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές της δικής της επιλογής (δηλαδή “παρένθετους” επαγγελματίες).
Επίσης, η ίδια η εταιρεία κατέθετε αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κ.λπ. σε βάρος των οφειλετών και μάλιστα είχε συμφωνήσει να παίρνει επιπλέον αμοιβή για κάθε τέτοια δικαστική ενέργεια, πέραν του συμφωνημένου ποσοστού (9%), χρησιμοποιώντας τους παρένθετους δικηγόρους.
Με βάση το αποδεικτικό υλικό, το Πλημμελειοδικείο Αθηνών καταδίκασε σε φυλάκιση ενός έτους τον αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και διευθύνοντα συμβούλου της εισπρακτικής εταιρίας, θεωρώντας ότι είναι παράνομο να καταθέτει αιτήσεις διαταγής πληρωμών, ασφαλιστικών μέτρων κ.λπ. ενώπιον των δικαστικών αρχών, καθώς αυτό είναι έργο που μπορεί να ασκήσει αποκλειστικά δικηγόρος (άρθρο 39 παράγραφος 1 του Κώδικα Δικηγόρων) και όχι εμπορική εταιρεία.
Το δικαστήριο έκρινε ότι διαπράχθηκε το αδίκημα της κοινής αντιποίησης και της αντιποίησης του δικηγορικού λειτουργήματος (άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα).
Να σημειωθεί ότι στην υπόθεση αυτή εξετάσθηκαν ως μάρτυρες δυο μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο Γιώργος Μπουλούκος και η Μαριάννα Κακογιαννάκου.