Σε «συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο» στο Eurogroup της 24ης Μαΐου στοχεύει η κυβέρνηση, ώστε, στη συνέχεια, στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου να υπάρξει η πολιτική απόφαση για την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης, αλλά και μία συμφωνία- πακέτο, που θα περιλαμβάνει μέτρα ελάφρυνσης χρέους και θα ξεκαθαρίζει το είδος της μετα-μνημονιακής εποπτείας. Όσον αφορά στην ενεργοποίηση του προγράμματος από το ΔΝΤ, αυτή για την ελληνική πλευρά είναι «επιθυμητή», αλλά όχι αναγκαία.
Αυτό αποκάλυψε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος, εξηγώντας πως κάτι παρόμοιο συνέβη και με την τρίτη αξιολόγηση: τον Δεκέμβριο 2017 υπήρξε staff level agreement, ενώ στο Eurogroup του Ιανουαρίου 2018 ελήφθη η πολιτική απόφαση και το «πράσινο φως» στον ESM για να εκταμιεύσει τη δόση των 5,7 δισ. ευρώ με την υλοποίηση όλων των τότε προαπαιτούμενων.
Όπως επισημαίνει υπό καθεστώς ανωνυμίας ο κυβερνητικός αξιωματούχος, στις 21 Ιουνίου η κυβέρνηση αναμένει μια συμφωνία- πακέτο για το κλείσιμο του προγράμματος, το χρέος και το είδος της μεταμνημονιακής εποπτείας. Παράλληλα σημειώνει ότι με την υλοποίηση των όποιων «ουρών» έχουν απομείνει από τα 88 προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης, ο ESM θα εκταμιεύσει την τελευταία δόση ύψους 11,7 δισ. ευρώ. Σημαντικό μέρος από το συνολικό ποσό θα χρησιμοποιηθεί για το «μαξιλάρι ρευστότητας», που χτίζει η κυβέρνηση, ώστε να μην χρειαστεί προληπτική γραμμή στήριξης.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή οι επικεφαλής των θεσμών αναμένεται να επιστρέψουν στην Αθήνα στα μέσα Μαΐου αντί για τις αρχές του μήνα, όπως αρχικά προγραμματιζόταν, με τις συζητήσεις να αφορούν και την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας. Αρχικά με τα υπάρχοντα στοιχεία από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, αλλά και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο, και στη συνέχεια με τα στοιχεία του α’ τριμήνου 2018 για το ΑΕΠ από την ΕΛΣΤΑΤ (δημοσιοποιούνται στις 4 Ιουνίου). «Αυτή η συζήτηση θα αφορά κυρίως στην αποστολή του ΔΝΤ» αναφέρει ο κυβερνητικός παράγοντας.
Τα έως τώρα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2017 θα κυμανθεί μεταξύ 3,5% του ΑΕΠ και 4% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο του μνημονιακού στόχου, ο οποίος ήταν 1,75% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι υπέρβαση είχε υπάρξει και το 2016, με πρωτογενές πλεόνασμα 4,19% του ΑΕΠ έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ. Και αυτό αποτελεί ένα πρόσθετο «όπλο» στην «κυβερνητική φαρέτρα», προκειμένου να μην απαιτήσει το Ταμείο να εφαρμοστούν κατά ένα έτος νωρίτερα τα μέτρα για το αφορολόγητο.
Ερωτηθείς για τις συζητήσεις σχετικά με τη διευθέτηση του χρέους, ο κυβερνητικός παράγοντας ανέφερε πως αυτές ουσιαστικά άρχισαν στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, με όλες τις πλευρές να επιζητούν να «κατασταλάξουν» στις 21 Ιουνίου. Ο ίδιος χαρακτήρισε κομβικό σημείο και το άτυπο Eurogroup στις 27 Απριλίου στη Σόφια, όπου ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος θα παρουσιάσει το «ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης» για τη μετά μνημόνιο εποχή, το οποίο λαμβάνει σταδιακά την τελική μορφή του σε συνεργασία με τους θεσμούς.
Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει ακόμη η στάση του ΔΝΤ και ο ενδεχόμενος ρόλος του στην «επόμενη ημέρα» στην Ελλάδα. Σύμφωνα με ένα πρόσφατο σενάριο που είχε αναπτυχθεί από κυβερνητικά στελέχη, ο ρόλος αυτός πιθανώς να συνδέεται και με τη συμφωνία για τη διευθέτηση του χρέους, με ανοικτή να είναι η πιθανότητα εξαγοράς από τον ESM του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών της χώρας προς το Ταμείο, συνολικού ύψους περίπου 12 δισ. ευρώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα παραμείνει ένα πολύ μικρό μέρος της οφειλής προς το ΔΝΤ, προκειμένου αυτό να μπορεί να έχει ένα είδος «μόχλευσης» (leverage) μετά το μνημόνιο.
Για τη συμμετοχή του ΔΝΤ
Άλλες κυβερνητικές πηγές, εν τω μεταξύ, δήλωναν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η ενεργοποίηση του προγράμματος από το ΔΝΤ είναι «επιθυμητή», αλλά όχι «απαραίτητη». Όπως εξηγούσαν εκτιμάται ότι εάν μεν συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους για το χρέος, η Ελλάδα θα επωφεληθεί από ενδεχομένως πιο φιλόδοξη ελάφρυνση. Σε αντίθετη περίπτωση όμως, δε θα υπάρξει κάποιο κόστος για την Ελλάδα στο επίπεδο των αγορών, καθώς η επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος δεν εξαρτάται από αυτό και μόνο.
Συγχρόνως, εκτιμάται ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να διαμορφώσει άποψη όσον αφορά τα ζητήματα που αφορούν το χρέος, ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει αυτός ο χρόνος. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι ίδιες πηγές σημείωναν ότι εμφανίζεται περισσότερο πρόθυμη από την προηγούμενη να συγκλίνει με το ΔΝΤ.