Σε νέα απελευθέρωση του ορίου ανάληψης μετρητών προχώρησε το υπουργείο Οικονομικών. Το όριο για την ανάληψη μετρητών διαμορφώνεται σε 5.000 ευρώ από 2.300 ευρώ σήμερα.
Όπως ανακοινώθηκε και επίσημα, στάλθηκε σήμερα για δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η απόφαση του υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία τροποποιούνται οι περιορισμοί στην ανάληψη μετρητών και στη μεταφορά κεφαλαίων που θεσπίστηκαν με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 18ης Ιουλίου 2015 (Α΄ 84), όπως ισχύει.
Σύμφωνα με την απόφαση :
• Αυξάνεται το ποσό ανάληψης μετρητών από 2.300 ευρώ σε 5.000. Συγκεκριμένα, επιτρέπεται η πραγματοποίηση ανάληψης μετρητών έως του ποσού των 5.000 ευρώ, ανά ημερολογιακό μήνα, ανά καταθέτη (Customer ID) ανά πιστωτικό ίδρυμα, από τα ιδρύματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
• Αυξάνεται το ποσό μεταφοράς ευρώ ή ξένου νομίσματος στο εξωτερικό από 2.300 ευρώ σε 3.000. Συγκεκριμένα, επιτρέπεται η μεταφορά χαρτονομισμάτων σε ευρώ ή/ και σε ξένο νόμισμα ανά φυσικό πρόσωπο και ανά ταξίδι στο εξωτερικό.
• Διευκολύνεται περαιτέρω η μεταφορά κεφαλαίων προς το εξωτερικό από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών. Συγκεκριμένα, επιτρέπεται η αποδοχή και εκτέλεση εντολών μεταφοράς κεφαλαίων προς το εξωτερικό έως του ποσού των 4.000 ευρώ, ανά κωδικό πελάτη (Customer ID) και ανά ημερολογιακό δίμηνο, από 1 Ιουλίου 2018.
• Διευκολύνονται οι συναλλαγές νομικών προσώπων ή επιτηδευματιών προς το εξωτερικό στο πλαίσιο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, μέσω της αύξησης του ποσού που μπορούν να στείλουν στο εξωτερικό, από 20.000 ευρώ σε 40.000 ευρώ, για κάθε συναλλαγή ανά πελάτη και ανά ημέρα . Οι ανωτέρω συναλλαγές θα διεκπεραιώνονται απευθείας από το δίκτυο των καταστημάτων των Πιστωτικών Ιδρυμάτων.
Η απόφαση αυτή αποτελεί ένα ακόμη βήμα στο πλαίσιο του Οδικού Χάρτη για τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και στη μεταφορά κεφαλαίων, της 15ης Μαΐου 2017. Σημειώνεται ότι οι αρχές στοχεύουν στην πλήρη άρση των περιορισμών το συντομότερο δυνατόν, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη χρηματοπιστωτική και μακροοικονομική σταθερότητα, καταλήγει η ανακοίνωση.