Για εντυπωσιακές επιδόσεις της Ελλάδας, η ανάπτυξη της οποίας επιταχύνθηκε πρόσφατα, κάνει λόγο στην ετήσια έκθεσή του για το 2017 ο ESM.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ESM, κ. Κλάους Ρέγκλινγκ, «ο τελευταίος χρόνος ήταν μια ακόμα ορατή ένδειξη του πώς οι μεταρρυθμίσεις και οι οικονομικές προσαρμογές φέρνουν απτά αποτελέσματα. Τέσσερις από τις πέντε χώρες που εντάχθηκαν σε προγράμματα βοήθειας του EFSF ή του ESM είναι ξεκάθαρα success stories. Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να ενταχθεί στην ομάδα αυτή αν συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις, και μετά το τέλος του προγράμματός της στις 20 Αυγούστου».
Ο ίδιος σημείωσε πως, ως αποτέλεσμα των όρων δανεισμού του ESM και του EFSF, «η Ελλάδα μόνο εξοικονόμησε 12 δισ. ευρώ πέρυσι, που ισοδυναμεί με το 6,7% του ΑΕΠ της χώρας».
Όπως αναφέρεται στην ετήσια έκθεση του ESM, «η Ελλάδα επέστρεψε στις χρηματαγορές το 2017, στηριζόμενη από την οικονομική ανάπτυξη και την επιτυχή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο της δεύτερης και τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM. Παρά την ενισχυμένη εμπιστοσύνη της αγοράς, η Ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ένα δύσκολο οικονομικό και χρηματοοικονομικό περιβάλλον. Η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει εναπομένουσες προκλήσεις πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι μπορεί να αναπτύξει περαιτέρω τα σημαντικά επιτεύγματά της στην περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος».
Σύμφωνα με τον ESM, «το 2017 η Ελλάδα σημείωσε ουσιαστική πρόοδο στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, που στοχεύει στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, στην διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, στην ενίσχυση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων, καθώς και στην καλλιέργεια μιας σύγχρονης κρατικής και δημόσιας διοίκησης. Η κυβέρνηση συνέχισε επίσης να εκκαθαρίζει τις εκκρεμείς οφειλές χρησιμοποιώντας τους πόρους του ESM και ίδιους πόρους, και ως εκ τούτου παρείχε άμεση στήριξη στην πραγματική οικονομία. Το επισήμως καταγεγραμμένο απόθεμα εκκρεμών οφειλών, περιλαμβανομένων των επιστροφών φόρων, ανέρχονταν σε 3,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2014».
Στην έκθεσή του ο ESM τονίζει πως «για πρώτη φορά από το 2006, η Ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα το 2017, στηριζόμενη από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης τον Ιούνιο, που βοήθησε ώστε να αποσοβηθεί η αβεβαιότητα και να βελτιωθούν οι συνθήκες στην αγορά.
Η Ελλάδα υπεραπέδωσε των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος του ESM με ευρύ περιθώριο, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Σύμφωνα με την Eurostat, το πρωτογενές πλεόνασμα άγγιξε το 4% του ΑΕΠ το 2017. Αυτό μεταφράζεται σε πλεόνασμα 4,2% με τους όρους του προγράμματος, που υπερβαίνει τον στόχο του 1,75% κατά 2 ½ του ΑΕΠ. Οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις του 2015 και 2016 στήριξαν την ανάπτυξη των εσόδων, αν και οι χαμηλότερες του προβλεπόμενου δημόσιες επενδύσεις επίσης έδωσαν ώθηση στον πλεόνασμα. Οι αρχές νομοθέτησαν επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα για την μετά τη λήξη του προγράμματος περίοδο, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, ώστε να παράσχει περαιτέρω διασφαλίσεις πως ο μεσοπρόθεσμος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα επιτευχθεί. Αυτά τα μέτρα συμπληρώνουν τα υφιστάμενα πακέτα μεταρρυθμίσεων, κυρίως μέσω της προσαρμογής των συντάξεων στους νέους κανόνες από το 2019 και της διεύρυνσης της βάσης του φόρου εισοδήματος από το 2020 αν όχι νωρίτερα.
Επιπλέον, αλλά υπό την προϋπόθεση της επίτευξης του μεσοπρόθεσμου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, οι μειώσεις φόρων και οι στοχευμένες δαπάνες για τις πολιτικές της αγοράς εργασίας, των επενδύσεων και των κοινωνικών παροχών, θα στηρίξουν την ανάπτυξη. Η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει κάποια μέτρα κοινωνικών παροχών το 2017, περιλαμβανομένης της εφαρμογής του προγράμματος εισοδήματος κοινωνικής αλληλεγγύης».
Το χρέος της κυβέρνησης παρέμεινε αυξημένο στο 178,6% του ΑΕΠ το 2017, αναφέρεται στην έκθεση του ESM. «Για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες αναφορικά με τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, ο ESM εφάρμοσε επιτυχώς τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης χρέους που συμφωνήθηκαν από το Eurogroup στο τέλος του 2016. Ο ESM εκτιμά πως μέχρι το 2060, αυτά τα μέτρα θα μειώσουν τον λόγο του χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ κατά περίπου 25 ποσοστιαίες μονάδες και τις χρηματοδοτικές ανάγκες κατά σχεδόν 6 ποσοστιαίες μονάδες. Σύμφωνα με το Eurogroup, ένα δεύτερο πακέτο μέτρων για το χρέος θα μπορούσε να εφαρμοστεί μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM, εάν χρειαστεί, προκειμένου να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων μέτρων, ένα re-profiling των δανείων του EFSF με παράταση του σταθμισμένου μέσου όρου ωρίμανσης και με περαιτέρω αναβολή της καταβολής τόκων και αποσβέσεων από μηδέν έως 15 έτη».
«Προκειμένου να συνυπολογίζονται πιθανές διαφορές μεταξύ των υποθέσεων για την ανάπτυξη και των πραγματικών εξελίξεων στην ανάπτυξη κατά την μετά τη λήξη του προγράμματος περίοδο, το re-profiling του EFSF θα αναβαθμονομιθεί σύμφωνα με έναν λειτουργικό μηχανισμό προσαρμογής της ανάπτυξης, ο οποίος μένει να συμφωνηθεί».
Για τις τράπεζες, ο ESM, αναφέρει ότι «παρέμειναν πιεσμένες λόγω του πολύ υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που ανέρχονταν στο 43,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2017. Αν και οι τράπεζες επιτυγχάνουν τους στόχους για τη μείωση του αποθέματος, ωστόσο πρέπει να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την επίτευξη πιο φιλόδοξων στόχων τα επόμενα δυο χρόνια. Το 2017, η κυβέρνηση εισήγαγε σημαντική νομοθεσία για να βοηθήσει τις τράπεζες στη μείωση των NPLs στο 35,3% μέχρι το τέλος του 2019 μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού και της δημιουργίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας δημοπρασιών για την πώληση περιουσιακών στοιχείων. Τα αρχικά αποτελέσματα, ωστόσο, είναι χαμηλότερα των προσδοκιών. Η μείωση των NPLs είναι βασικό στοιχείο των stress tests των εποπτικών αρχών, που καθορίζουν αν οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια για να απορροφήσουν απώλειες κάτω από διάφορα σενάρια».