Ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Νικόλαος Βούτσης παρέλαβε σήμερα την ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος για το έτος 2018, από τον Διοικητή της κ. Γιάννη Στουρνάρα, παρουσία του προέδρου της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής κ. Γεράσιμου Μπαλαούρα και του αντιπροέδρου κ. Χρήστου Μπγιάλα.
Κατά την παράδοση της Έκθεσης, οι κύριοι Βούτσης και Στουρνάρας δήλωσαν τα εξής:
Πρόεδρος της Βουλής: Είμαστε στη διαδικασία της ενδιάμεσης έκθεσης, την οποία μας παραδίδετε, και η οποία θα αποτελέσει υλικό για συζήτηση και στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, όπως γίνεται κάθε χρόνο. Πιστεύω ότι αυτή η στιγμή είναι πάρα πολύ σημαντική, καθώς ένα -ιστορικό θα έλεγα- ορόσημο για τη χώρα βρίσκεται μπροστά μας, δηλαδή η απεμπλοκή από τη στενή εποπτεία, την επιτήρηση και τις μνημονιακές δεσμεύσεις και υπαγορεύσεις -εν πολλοίς- πολιτικών που υπήρχαν σε όλο το προηγούμενο διάστημα.
Η παρούσα Βουλή στις τρεις Συνόδους έχει όχι μόνο προωθήσει θετικά όλες τις αξιολογήσεις, αλλά ταυτόχρονα έχει εγκρίνει και πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις, με κοινωνικό χαρακτήρα, έτσι ώστε και πριν από το τυπικό ορόσημο του Αυγούστου να ασκούνται πολιτικές κυρίως προς ελάφρυνση των κοινωνικά πιο ευπαθών και αδικημένων -θα έλεγε κανείς- ομάδων του πληθυσμού μέσα από αυτές τις μνημονιακές πολιτικές.
Και ταυτόχρονα, θεωρώ ότι ο δημοσιονομικός χώρος ο οποίος δημιουργείται και η νέα εποχή μετά τον Αύγουστο θα προσφέρει πολύ ικανό ορίζοντα για να ασκηθούν πολιτικές ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση, πέραν και του ζητήματος που σωστά θέτετε της απασχόλησης και της ανεργίας, το οποίο είναι μείζον για την άσκηση πολιτικών υπέρ της κοινωνίας και για αναδιανομή και περαιτέρω ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα θεωρώ ότι όλος ο οδικός χάρτης, ο οποίος έχει συμφωνηθεί με τους εταίρους-δανειστές στους θεσμούς, σε λεπτομέρειες θα έλεγε κανείς και από το τελευταίο Eurogroup, παρέχει και ως προς τη μακροπρόθεσμη διαχείριση και βιωσιμότητα του χρέους, πέραν των πολύ θετικών μέτρων για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, όλα τα στοιχεία, έτσι ώστε συν τω χρόνω να υπάρξουν και να ασκηθούν όλες οι δυνατές πολιτικές, να υπάρξουν οι ελαφρύνσεις και τα μέτρα που θα καταστήσουν και διαχρονικά, στο μέλλον, απόλυτα διαχειρίσιμη αυτή την επώδυνη για τη χώρα περίοδο, στο πεδίο της οικονομίας. Πιστεύω επίσης ότι η επιλογή η οποία είχε γίνει και από την ελληνική κυβέρνηση και από τους θεσμούς, έτσι ώστε να υπάρχει ένα ικανότατο μέρος αποθεμάτων που να μπορούν να εγγυηθούν απολύτως, το επόμενο διάστημα, την απρόσκοπτη έξοδο της χώρας στις αγορές, αποτελεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο όλοι θα κινηθούμε και το οποίο θα είναι πάρα πολύ αποτελεσματικό.
Διοικητής της ΤτE: Ευχαριστώ πολύ, κ. πρόεδρε. Είναι χαρά μου που βρισκόμαστε πάλι μαζί μετά από αρκετούς μήνες, μετά από ένα εξάμηνο περίπου. Νομίζω ότι η σημερινή ενδιάμεση έκθεση θα είναι ένα τεκμήριο για τον ιστορικό του μέλλοντος, διότι προσπαθεί πρώτον ν’ αντλήσει μαθήματα μετά από οκτώ χρόνια τριών προγραμμάτων, επίσης ν’ αποτιμήσει τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος.
Θα ξεκινήσω πρώτα από τα θετικά. Θεωρούμε ότι η συμφωνία της 21ης Ιουνίου έχει μια θετική συμβολή στην οικονομία σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον, εξασφαλίζει ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική σταθερότητα, με το πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας που έχει συμφωνηθεί, κάτι το οποίο εμείς το θεωρούμε θετικό, δεν το θεωρούμε αρνητικό. Όπως και τους όρους αιρεσιμότητας, διότι μπαίνουμε σε μια ενδεχομένως κρίσιμη περίοδο, η οποία προβλέπει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, άρα είναι χρήσιμο να μην αποκλίνουμε από τους δημοσιονομικούς στόχους. Επίσης οι αγορές θα το αποτιμήσουν θετικά αυτό.
Το δεύτερο θετικό που έχει αυτή η συμφωνία είναι ότι έρχεται μετά τη συμφωνία του 2012 και ελαφρύνει περαιτέρω το χρέος, με την πρόβλεψη να μετατεθούν κατά δέκα χρόνια τα τοκοχρεολύσια του ενός τρίτου του δημόσιου χρέους. Αυτό είναι σημαντικό, εξασφαλίζει βιωσιμότητα τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη αφενός τη δέσμευση του πολιτικού συστήματος της χώρας να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά και τη δέσμευση των εταίρων μας από το Eurogroup ότι θα ληφθούν περαιτέρω μέτρα το 2032 για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, εάν αυτό θεωρηθεί σκόπιμο.
Κι εδώ θέλω να πω ότι η παρούσα έκθεση έχει μια ανάλυση ευαισθησίας, δίνει μια αισιόδοξη προοπτική, αλλ’ όμως τονίζει ότι από τις τρεις επισφάλειες, γιατί τρεις είναι βασικά οι επισφάλειες, η σημαντικότερη είναι τα πολύ μεγάλα και συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία προβλέπονται μέχρι το 2060. Καμία χώρα στον κόσμο, πολύ περισσότερο δε η δική μας, δεν είχε τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, με ενδεχόμενη εξαίρεση, αλλά και γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος, τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες.
Υπενθυμίζει επίσης, και αυτό είναι ένα μάθημα που θέλω να τονίσω, ότι αυτά τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα είναι δυστυχώς το τίμημα που πληρώνουν δύο γενιές ακόμα στο μέλλον, μέχρι το 2060, από λάθη στην οικονομική πολιτική, που έγιναν τόσο στο απώτερο όσο και στο εγγύτερο παρελθόν. Λάθη που έγιναν μέσα σ’ ένα σχετικά μικρό διάστημα τιμωρούν δύο γενιές. Αυτό το μάθημα σήμερα η έκθεση αυτή τονίζει, μένουμε όμως στην αισιόδοξη προοπτική, η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, στα οκτώ προηγούμενα χρόνια, πέντε κόμματα συνέβαλαν με μέτρα σταθεροποίησης για να κρατηθεί η χώρα στην Ευρωζώνη. Αυτή η άρρητη θετική πολιτική συναίνεση είναι κάτι που αξιολογείται θετικά.
Τώρα, ναι μεν η Έκθεση τονίζει ότι στα οκτώ χρόνια των προγραμμάτων και παρά τις ποικίλες οπισθοδρομήσεις διορθώθηκαν μεγάλες ανισορροπίες, τα μεγάλα ελλείμματα, τα δημοσιονομικά αλλά και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μέτρα για το τραπεζικό σύστημα έχουν ληφθεί, το έχουν κάνει πολύ πιο υγιές απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν και με πολύ καλύτερη εταιρική διακυβέρνηση.
Τονίζει όμως ότι παραμένει ακόμα μακρύς δρόμος. Το χρέος είναι μεν βιώσιμο αλλά παραμένει πολύ μεγάλο και πηγή επισφαλειών. Υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που εμποδίζει τις τράπεζες να δώσουν τα δάνεια που θα επιθυμούσαν. Η ανεργία επίσης είναι ακόμα υψηλή παρά τη μείωσή της και για μας αυτή είναι η μεγαλύτερη πηγή φτώχειας. Και τέλος, υπάρχει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό το οποίο βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μπορεί να καλυφθεί μόνο από άμεσες ξένες επενδύσεις, άρα λοιπόν δίνει ένα περίγραμμα για το πώς πρέπει να κινηθεί η οικονομική πολιτική στο μέλλον. Τονίζω όμως ότι η προοπτική που η έκθεση δίνει είναι αισιόδοξη.
Πρόεδρος της Βουλής: Κύριε Διοικητά, με αφορμή και το περίγραμμα το οποίο θέσατε, θα ήθελα να τονίσω -γι’ αυτό μίλησα περί ιστορικού ορόσημου- ότι δεν ήταν νομοτελειακό, ούτε καθόλου σίγουρο ότι θα έχουμε αυτή την εξέλιξη με σαφήνεια, με επάρκεια και με έγκυρο και έγκαιρο τρόπο για τη χώρα. Αυτό οφείλεται σε πολιτικές οι οποίες ασκήθηκαν ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο και πιστεύω πράγματι ότι είναι σημαντικό να αποτιμήσουμε θετικά ότι η χώρα βγαίνει στις αγορές, σε μια κανονικότητα, όπως έχει αποκληθεί, παρότι -και νομίζω κι εσείς δεν θα έχετε αντίρρηση σ’ αυτό το ζήτημα- τα προγράμματα αυτά εν πολλοίς εμπεριείχαν μέσα τους ισχυρό σπέρμα αδικίας και σοβαρών λαθών από πλευράς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των άλλων εταίρων, όταν είχαν συνομολογηθεί, όταν είχαν επιβληθεί στη χώρα, ζητήματα στα οποία σχεδόν όλοι οι διεθνείς οικονομικοί παράγοντες, ακόμη και οι πρωταγωνιστές εκείνων των συζητήσεων -κι εσείς έχετε ζήσει τα προηγούμενα χρόνια- έχουν αναγνωρίσει πλέον, και τα οποία δυσκόλεψαν πάρα πολύ και μάκρυναν αρκετά την περίοδο για να μπορέσει η χώρα να βγει απ’ αυτή τη λαίλαπα κι απ’ αυτόν τον κυκεώνα.
Πιστεύω ότι -όπως είπατε- πλέον αισιόδοξα μπορούμε να αντικρίσουμε το παρόν και το μέλλον, υπάρχουν οι προϋποθέσεις, έτσι ώστε στο επίπεδο της κοινωνίας κυρίως, διότι εκεί υπήρξαν τα βαρύτατα πλήγματα, να υπάρξει επούλωση, να υπάρξουν οι θεραπείες και να υπάρξει μια ανάπτυξη δίκαιη, με κοινωνικό πρόσημο, με σεβασμό όλων των κανόνων και του περιβάλλοντος και του Συντάγματος και του δικαίου της χώρας, έτσι ώστε να ασκείται πλέον μια πολιτική, βεβαίως μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα σταθερότητας και δεσμεύσεων, πλην όμως μια πολιτική η οποία θα είναι πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και θα είναι πολιτική υπέρ της κοινωνίας.
Διοικητής της ΤτE: Θα συμφωνήσω με τα περισσότερα, κ. πρόεδρε. Θέλω να πω ότι πράγματι έγιναν λάθη στο παρελθόν από τους εταίρους μας, σημαντικά λάθη, τα έχω τονίσει.
Μάλιστα, πέρυσι, στη Γενική συνέλευση του ΔΝΤ έκανα την ασυνήθιστη κίνηση για διοικητή κεντρικής τράπεζας δυτικής χώρας, να εγγράψει τη διαφωνία του με ορισμένες από τις πολιτικές που καταγράφηκαν και ακολουθήθηκαν τόσο στο τραπεζικό σύστημα, όσο και στις μακροοικονομικές επιλογές, δημόσια. Δεν έχει συμβεί πολλές φορές αυτό. Θέλω όμως να τονίσω ότι, τούτου δοθέντος, τα σημαντικότερα λάθη έχουν γίνει από εμάς, κ. Πρόεδρε, από την ελληνική πλευρά, και θέλω αυτό να το τονίσω, έτσι ώστε να μην ξεχάσουμε γιατί φτάσαμε εδώ, γιατί δύο γενιές πληρώνουν τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε, με τίποτα, τα λάθη της οικονομικής πολιτικής που έγιναν, τόσο στο απώτερο όσο και στο εγγύτερο παρελθόν.
Πρόεδρος της Βουλής: Αντιλαμβάνεστε ότι γι’ αυτό το τελευταίο ζήτημα που θέσατε, από την πλευρά μου, δεν μπορώ παρά να σας τονίσω ότι η χώρα έφτασε στα όρια της μη τυπικής ή και της τυπικής χρεοκοπίας, από πολιτικές και μοντέλα αναπτυξιακά και καταναλωτικά, τα οποία ακολουθήθηκαν επί χρόνια, σε καιρούς που όλοι γνωρίζουμε. Η ανάληψη της ευθύνης για να βγούμε στην έξοδο από την παρούσα κυβέρνηση και από την παρούσα πλειοψηφία της Βουλής είναι ένα θετικό σημάδι, ένα θετικό αποτύπωμα που πιστεύω ότι αφορά όλη τη χώρα. Δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο τη σημερινή πλειοψηφία. Θα υπάρξει μια ευκαιρία και στη συζήτηση που θα γίνει τις ερχόμενες ημέρες στη Βουλή, για το οικονομικό και το αναπτυξιακό πρόγραμμα αναλυτικά, το οποίο έχει κατατεθεί και αποτελεί μια βάση, ένα πεδίο για την παραπέρα πρόοδο της χώρας, αμέσως μετά τον Αύγουστο, να προχωρήσουμε από κοινού, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές εναλλακτικές προτάσεις ή σκέψεις που υπάρχουν ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας.