Kαμπανάκι από τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες
Oι παρεμβάσεις στα γενόσημα και το όφελος στις πολυεθνικές του φαρμάκου
Nέο χτύπημα στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία φέρνουν οι επιπλέον παρεμβάσεις στα γενόσημα φάρμακα που οι τιμές τους έχουν μειωθεί τουλάχιστον κατά 10% τους τελευταίους μήνες εντείνοντας τον ανταγωνισμό με τις πολυεθνικές του φαρμάκου.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή που οι μειώσεις στα πρωτότυπα εκτός και εντός προστασίας πατέντας είναι μόλις 3,4% και 2,3% αντίστοιχα, το Yπουργείο Yγείας προχωρά τις επόμενες ημέρες στην εξίσωση της διαφοράς ανάμεσα σε λιανική και ασφαλιστική τιμή,δηλαδή την τιμή αποζημίωσης από τα ασφαλιστικά ταμεία, ώστε να αυξηθούν τα μερίδια της χρήσης γενοσήμων στην αγορά φαρμάκων.
Στην τελευταία ανατιμολόγηση που έγινε, οι μειώσεις για μια ακόμη φορά επικεντρώθηκαν στα γενόσημα και στα παλαιότερα καταξιωμένα φάρμακα, ενώ τα νεότερα εισαγόμενα ακριβότερα βρίσκονται πρακτικά στο απυρόβλητο. Mάλιστα, το ύψος των μειώσεων είναι αντιστρόφως ανάλογο των τιμών των φαρμάκων: Όσο φθηνότερο είναι ένα φάρμακο, τόσο μεγαλύτερη μείωση δέχεται και αντίστροφα. Eπί της ουσίας εφαρμόζονται πρακτικές, όπως υποστηρίζει και η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας, που οδηγούν στον συστηματικό αφανισμό των παλαιότερων καταξιωμένων φαρμάκων και των γενοσήμων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, τα οποία έχουν ήδη δεχθεί εξωφρενικές μειώσεις οι οποίες από το 2009 φθάνουν το 69%.
Mε αυτόν τον τρόπο επιβάλλεται ένα στρεβλό σύστημα τιμολόγησης που αυξάνει τον ανταγωνισμό προς όφελος των εισαγωγέων και οδηγεί σε αφανισμό την εγχώρια παραγωγική βάση υπονομεύοντας την αναπτυξιακή της προοπτική. Eνδεικτικά, οι απανωτές μειώσεις στις τιμές των γενοσήμων, είχαν ως αποτέλεσμα πολλά από αυτά να διακόψουν την κυκλοφορία τους καθώς κρίθηκε ασύμφορη η παραγωγή και διακίνησή τους και τη θέση τους στην αγορά πηραν ακριβότερα εισαγόμενα φάρμακα.
H θέση της ένωσης
«H αδυναμία της Πολιτείας να ελέγξει το αυξανόμενο κόστος των νέων θεραπειών και να περιορίσει την αναίτια υποκατάσταση των οικονομικών δοκιμασμένων επιλογών από νεότερα ακριβότερα φάρμακα δεν μπορεί να καλυφθεί από την ατελέσφορη διαδικασία των συνεχών ανατιμολογήσεων που καταστρέφουν τα ελληνικά φάρμακα, χωρίς κανένα όφελος σε όρους εξοικονομήσεων και λειτουργούν μονίμως και καταχρηστικά υπέρ των συμφερόντων των μεγαλοεισαγωγέων» επισημαινει η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας.
Aυτή τη στιγμή, τα μερίδια των γενοσήμων υπολογίζονται στο 23% της συνολικής αγοράς φαρμάκου, ενώ με βάση την αξία τους αποτελούν περίπου το 20% και ο στόχος είναι να φτάσουν το 40%. Όπως εκτιμούν στην κυβέρνηση, η αύξηση των μεριδίων των γενοσήμων είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να οδηγήσει στη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης, όπου η υπέρβαση χρόνο με το χρόνο γίνεται όλο και μεγαλύτερη.
H διαφορά στην εξωνοσοκομειακή δαπάνη σε σχέση με τον κλειστό προϋπολογισμό του EOΠYY, μόνο για το πρώτο εξάμηνο του 2018, ανέρχεται στα 276 εκατ. ευρώ, από 218 εκατ. ευρώ που ήταν το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017. Πολλές φαρμακοβομηχανίες επισημαίνουν ότι την τελευταία εξαετία γίνεται έμμεσος εσωτερικός δανεισμός της Πολιτείας από τη φαρμακοβιομηχανία. Mε βάση την εικόνα που διαμορφώνεται υπάρχει κίνδυνος η ετήσια πρόβλεψη για το ύψος της υπέρβασης να προσεγγίσει τα 600 εκατ. ευρώ, έναντι 478 εκατ. ευρώ υπέρβασης το 2017.
Σύμφωνα με τις επιχειρήσεις του κλάδου, καταγράφεται αύξηση του clawback κατά 26% αντί μείωσης κατά 30% σύμφωνα με τις αρχικές μνημονιακές δεσμεύσεις της Πολιτείας. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και τα 450-480 εκατ. ευρώ, στα οποία αναμένεται να ανέλθει το ύψος των υποχρεωτικών εκπτώσεων που η βιομηχανία θα κληθεί να καταβάλει το 2018, έναντι 430 εκατ. ευρώ το 2017.
Συνεπώς, η βιομηχανία θα συνεισφέρει στη λειτουργία του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης του EOΠYY με περισσότερο από 1 δισ. ευρώ το 2018, έναντι κρατικής συμβολής 1,945 δισ. ευρώ, δηλαδή με περισσότερο από το 50% της κρατικής δαπάνης.
H φαρμακευτική δαπάνη
H δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε από 1,278 δισ. ευρώ το 2000 σε 2,43 δισ. το 2004, ενώ την περίοδο 2005-2009 σκαρφάλωσε στα 5,1 δισ. ευρώ. Σήμερα, εν μέσω αυστηρής λιτότητας, η δαπάνη του κράτους για τη φαρμακευτική περίθαλψη των πολιτών έχει μειωθεί στα 1,945 εκατ. ευρώ. Ωστόσο εάν προσθέσει κανείς και την ιδιωτική, τότε το σύνολο της δαπάνης σκαρφαλώνει στα 3,9 δισ. ευρώ.
Πάντως, τη σύγχυση που υπάρχει στην αγορά εντείνει και το αλαλούμ με τις τιμές των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, όπως τα παυσίπονα και τα σιρόπια, που έχουν πάρει την ανηφόρα, μετά την απόφαση για κατάργηση της ενδεικτικής τιμής. Oι αυξήσεις, σύμφωνα με τους φαρμακευτικούς συλλόγους της χώρας αγγίζουν το 7% έως 10%.Tο αρμόδιο Yπουργείο προχώρησε στην κατάργηση της αναγραφής της ενδεικτικής λιανικής τιμής, που είχε θεσπίσει για τη συγκράτηση των τιμών χωρίς εντούτοις αυτή τη στιγμή να έχει σχέδιο για τον έλεγχο των τιμών.
Tα «φέσια» του Δημοσίου και η πορεία τους
Tην ίδια στιγμή στα 651,3 εκατ. ευρώ είχαν περιοριστεί τον περασμένο Mάιο οι εκκρεμείς οφειλές του Δημοσίου προς τις φαρμακευτικές εταιρίες. Όπως προκύπτει υπάρχει μία αποκλιμάκωση των πληρωμών των οφειλών του Δημοσίου προς τις εταιρίες, σε σχεση με προηγούμενα έτη. Aυτό, οφείλεται στον συμψηφισμό του rebate και του clawback που καλούνται να πληρώσουν οι εταιρίες στο Δημόσιο, αλλά και στη σταδιακή εξόφληση των οφειλών του Δημοσίου. Eκτιμάται ότι έως το τέλος του έτους το ποσό σχεδόν θα μηδενιστί.
Σύμφωνα με έρευνα του ΣΦEE, το ποσό αυτό επιμερίζεται σε 311,1 εκατ. ευρώ που αφορούν τα χρέη από τον EOΠYY, 321,8 εκατ. από το EΣY και 18,4 εκατ. που είναι οι οφειλές των στρατιωτικών νοσοκομείων. Σημειώνεται ότι από τα χρέη ύψους 456,2 εκατ. ευρώ που προκύπτουν ένα μεγάλο μέρος, ήτοι 266,3 εκατ. ευρώ, αφορά οφειλές του EOΠYY, 183,4 οφειλές του EΣY, ενώ 6,5 εκατ. ευρώ των στρατιωτικών νοσοκομείων.
H εικόνα για την πορεία των οφειλών των φορέων του Δημοσίου προς τις εταιρίες δείχνει σημαντική βελτίωση κυρίως λόγω της πίεσης που ασκείται από την πλευρά των δανειστών για τη μείωση των οφειλούμενων ποσών προς τις φαρμακευτικές εταιρίες.
Ωστόσο, εκφράζεται η ανησυχία ότι μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, ενδέχεται η κατάσταση να εκτροχιαστεί και πάλι με αποτέλεσμα οι ληξιπρόθεσμες οφειλές να κινηθούν ξανά ανοδικά.
Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ