Η ελεύθερη πτώση της τουρκικής λίρας ανακόπηκε προς στιγμήν. Ειδικοί συνιστούν αύξηση επιτοκίων, ωστόσο ο πρόεδρος Ερντογάν διαφωνεί. Πρέπει ή όχι οι κεντρικές τράπεζες να είναι ανεξάρτητες από την εκτελεστική εξουσία;
Όπως γράφει η Deutsche Welle, η κεντρική τράπεζα έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Μεταξύ άλλων ρυθμίζει τη ροή του χρήματος και διαθέτει εργαλεία προκειμένου να κάνει το νόμισμα φθηνότερο ή πιο ισχυρό. Πρόκειται για ένα ισχυρό θεσμικό όργανο του κράτους. Η επιρροή των κεντρικών τραπεζών είναι γνωστή και για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ως εκ τούτου επιδιώκουν ορισμένες φορές να ασκήσουν επιρροή στις αποφάσεις της. Εάν, για παράδειγμα, μειώσει τα επιτόκια μισό χρόνο πριν τις εκλογές, είναι πιθανό να δώσει ώθηση στην κρατική οικονομία. Ο δανεισμός θα ήταν φθηνότερος, γεγονός που θα διευκόλυνε την αύξηση των δημόσιων δαπανών –ενδεχομένως ως ένα είδος προεκλογικών παροχών που θα ευνοούσαν τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Ένα από τα πιο διαβόητα παραδείγματα τέτοιων πρακτικών καταγράφηκε στη Γερμανία μετά το 1933. Η κεντρική τράπεζα της χώρας είχε βοηθήσει τότε το Τρίτο Ράιχ στην χρηματοδότηση εξοπλισμών και τη χρηματοδότηση του πολέμου.
Τέτοιου είδους παρεμβάσεις στο έργο των κεντρικών τραπεζών μπορούν να οδηγήσουν βεβαίως σε ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού –με απλά λόγια σε αύξηση της τιμής των καταναλωτικών ειδών εις βάρος βεβαίως των πολιτών. Επιπλέον η οικονομική ώθηση που επιφέρει η διατήρηση των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα, είναι βραχυπρόθεσμη.
Η περίπτωση της Τουρκίας έχει τις ιδιαιτερότητές της, ωστόσο ένα προβληματικό στοιχείο είναι κοινό: ο καλπάζων πληθωρισμός, ο οποίος κάνει δύσκολη καθότι ακριβότερη τη ζωή των τούρκων πολιτών. Η Κεντρική Τράπεζας της Τουρκίας θα μπορούσε να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις ανεβάζοντας τα επιτόκια, μέτρο που θα έβαζε πιθανότατα και φρένο στη δραματική πτώση της αξίας του εγχώριου νομίσματος. Ωστόσο, ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν αντιστέκεται σε ένα τέτοιο μέτρο διότι αυτό θα έπληττε την αναπτυξιακή δυναμική της τουρκικής οικονομίας.
«Ο στόχος της νομισματικής σταθερότητας καταπατείται αυτή την ώρα στην Τουρκία», παρατηρεί ο οικονομολόγος και ειδικός σε ζητήματα κεντρικών τραπεζών Φόλκερ Βίλαντ από το Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης. «Ο Ερντογάν προσπαθεί να δώσει περαιτέρω ώθηση στην οικονομία, ωστόσο αυτό εντείνει τον πληθωρισμό και προκαλεί κατάρρευση του νομίσματος», λέει ο ίδιος.
Παρόμοια αρνητικά παραδείγματα από το παρελθόν έχουν οδηγήσει σχεδόν το σύνολο των ισχυρότερων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη στη διαπίστωση ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται η πολιτική ανεξαρτησία της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας. Μια από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις προκειμένου να πει η Γερμανία το «ναι» στην οικοδόμηση της ευρωζώνης ήταν όλα τα κράτη-μέλη να πάψουν να ελέγχουν πολιτικά τις κεντρικές τους τράπεζες. Η ΕΚΤ ήταν το αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών. Κύρια αρμοδιότητά της είναι η διασφάλιση της νομισματικής σταθερότητας –όπως εξάλλου και σχεδόν κάθε ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας στον πλανήτη. Η πλειοψηφία των κεντρικών τραπεζών μάλιστα έχει θέση ως στόχο της διατήρηση του πληθωρισμού στα επίπεδα του 2% προκειμένου να εκπληρώνεται το καθήκον της νομισματικής σταθερότητας.
Πάντως υπάρχουν και επικριτές της θεωρητικής αλλά και πραγματικής ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Ο όρος να μην ελέγχεται η κεντρική τράπεζα από την πολιτική ηγεσία μπορεί να καταστεί επικίνδυνος εάν η τράπεζα ασκεί κακή νομισματική πολιτική με άκρως αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, τονίζουν, σχολιάζοντας ότι η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι δίκοπο μαχαίρι.
Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα εάν και κατά πόσο η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών τις εξαιρεί και από κάθε είδος δημοκρατικού ελέγχου. Δεν είναι έτσι, επισημαίνει ο οικονομολόγος Φόλκερ Βίλαντ: «Εφόσον οι κεντρικές τράπεζες παραμένουν εντός των ορίων της εντολής τους, δεν υπάρχει πρόβλημα. Διότι αυτή η εντολή –δηλαδή ο στόχος που καλείται να εξυπηρετήσει η κεντρική τράπεζα- έχει καθοριστεί από το κοινοβούλιο», υπογραμμίζει.
Παρόλα αυτά ακόμη και μέσα σε ένα τέτοιο εγγυητικό πλαίσιο μπορεί να γεννιούνται υποψίες για αδιαφανείς πρακτικές των κεντρικών τραπεζών. Ένα παράδειγμα είναι η ΕΚΤ, την οποία κατηγορούν –ιδιαίτερα στη Γερμανία- για έμμεση και παράτυπη κρατική χρηματοδότηση μέσω των ευρέων προγραμμάτων αγοράς κρατικών ομολόγων της και των εξαιρετικά χαμηλών βασικών επιτοκίων, τα οποία διευκολύνουν τον κρατικό δανεισμό.