«Ο διευθυντής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, Kάρστεν Σνάιντερ, θεωρεί ότι το ελληνικό οικονομικό δράμα έχει τελειώσει», αναφέρει στην ιστοσελίδα του το τοπικό δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο MDR του ΑRD. Κατά τον σοσιαλδημοκράτη οικονομικό εμπειρογνώμονα «επετεύχθησαν και τα δύο:
Η Ελλάδα ανέκτησε την εμπιστοσύνη και το ευρώ παρέμεινε σταθερό εις πείσμα όλων των κινδυνολόγων. Και η ίδια η Γερμανία έκανε λάθη. Επιμείναμε, ιδιαίτερα στην αρχή, πάρα πολύ στο να γίνουν οικονομίες και πολύ λίγο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες οδηγούν σε μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη. Αυτά ήταν λάθη της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU) και του Φιλελεύθερου Κόμματος (FDP), διότι απέφυγαν τη συζήτηση για το τι μπορεί να μας κοστίσει κάτι εάν κάτι δεν πάει καλά».
Ο Σβεν-Κρίστιαν Κίντλερ, ο οικονομικός εμπειρογνώμονας των Πρασίνων δήλωσε στο MDR ότι τάσσεται «υπέρ των περαιτέρω ελαφρύνσεων του ελληνικού χρέους» και πρόσθεσε ότι «η λανθασμένη σκληρή πολιτική λιτότητας επιδείνωσε δραματικά την κρίση. Το ένα τρίτο των Ελλήνων απειλείται από την φτώχια και οι μισοί νέοι είναι άνεργοι. Η Ελλάδα χρειάζεται τώρα αέρα για να αναπνεύσει και το πλαίσιο για επενδύσεις».
Ο Εκαρντ Ρέμπεργκ, οικονομικός εμπειρογνώμονας του Χριστιανοσημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (CDU) και αρμόδιος για θέματα προϋπολογισμού της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανοδημοκρατικής και Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CDU / CSU), δήλωσε στο MDR «αισιόδοξος ότι η Ελλάδα μπορεί σύντομα να χρηματοδοτηθεί ξανά με καλούς όρους στην ελεύθερη αγορά», ενώ για την βιωσιμότητα του χρέους είπε πως «η ανάλυση μεταβάλλεται εάν η ανάπτυξη είναι κατά ένα δέκατο προς τα πάνω ή προς τα κάτω υπολογιζόμενη για τα επόμενα τριάντα, σαράντα χρόνια» και πρόσθεσε πως δεν θεωρεί «καθόλου σκόπιμο να κοιτάζει κανείς πολύ μακριά στο μέλλον και να κάνει από τώρα εικασίες για το έτος 2050 ή το 2060».
Ο Χριστιανοδημκράτης πολιτικός τόνισε, τέλος, ότι «θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σημάδι αισιοδοξίας το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται ξανά σε τροχιά ανάππτυξης, έστω και αν μέχρι τώρα, με το ποσοστό της τάξεως του 1-2%, είναι πολύ μετρημένη».