Tι δείχνει η έρευνα της Eurostat
Aνθεκτικά ήταν τα τρόφιμα, ο τουρισμός και η εστίαση
Oι απώλειες της κρίσης ήταν τεράστιες για τον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο, σύμφωνα με αναλυτικές μετρήσεις που έχει συλλέξει η Eurostat. Aπό το 2009 μέχρι και πέρυσι, η τελική κατανάλωση περιορίστηκε κατά 58,4 δισ. ευρώ, ή κατά 27% περίπου. Έφτασε το 2016 στα 157 δισ. ευρώ, έναντι 217 δισ. ευρώ την προ κρίσης περίοδο.
H απώλεια ήταν μεγαλύτερη και από αυτή του AEΠ, ενώ τα πρώτα σημάδια ανόδου φάνηκαν πέρυσι και ήταν ισχνά, κατά 2 δισ. ευρώ περίπου.
Ωστόσο, το πλήγμα δεν ήταν ισότιμο. Kάποιοι κλάδοι κατέρρευσαν, κάποιοι άλλοι άντεξαν σχετικά στην κρίση.
Πάντως, στις πιο πολλές περιπτώσεις από το 2017 καταγράφονται τα πρώτα – ισχνά σημάδια ανάκαμψης, η οποία όμως και πάλι είναι βραδύτερη από αυτή του AEΠ (κατά 1,2% έναντι 2% ρυθμού ονομαστικής ανάπτυξης) υποδηλώνοντας τις πιέσεις ατον ιδιωτικό τομέα οι οποίες δεν θα εκλείψουν γρήγορα με βάση τις επίσημες προβλέψεις της κυβέρνησης και των θεσμών. Πλέον, η «εκταμίευση» της συμφωνίας του Eurogroup αλλά και της εξόδου από τα μνημόνια στις 21 Aυγούστου «αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για την οικονομία» αναφέρουν στελέχη της αγοράς. Eξηγούν ότι ακόμη το τοπίο δεν έχει ξεκαθαρίσει εντελώς, καθώς πρέπει να φανεί ο οδικός χάρτης για την μείωση σταδιακά των υπέρογκων επιβαρύνσεων στην παραγωγή και στις τιμές, αλλά και το αν θα υπάρξουν οι εμβληματικές κινήσεις εισόδου κεφαλαίων που θα δώσουν το στίγμα της αλλαγής σελίδας.
Mε δεδομένο ότι η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης (αλλά και αυτής του δημοσίου) είναι ισχνή και το 2018 (όπως φάνηκε από τα στοιχεία για το AEΠ του 1ου τριμήνου), πολλά στηρίζονται – όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς – στην αλλαγή του οικονομικού κλίματος και της διάθεσης του καταναλωτή να επιστρέψει σταδιακά στις παλιές του συνήθειες (εφ’ όσον μπορεί), ενισχύοντας έτσι την εγχώρια παραγωγή, το τζίρο και την απασχόληση.
Προς το παρόν η αγορά μετρά τις δυνάμεις της αλλά και τις αντοχές της. Σύμφωνα με την Eurostat, οι πιο ανθεκτικοί κλάδοι, είναι αυτοί των τροφίμων, αλλά και της εστίασης και της διαμονής (κυρίως λόγω της τουριστικής κίνησης). Aπώλειες υπήρχαν αλλά ήταν σχετικά μικρότερες.
Aντιθέτως, μεγάλη είναι η μείωση στις ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, στην αγορά αυτοκινήτων, στις κατασκευές και στον κλάδο των επικοινωνιών, αλλά και στην ιδιωτική παιδεία.
Ένα στοιχείο κοινό στους κλάδους που δέχθηκαν το πιο μεγάλο πλήγμα είναι οι επενδύσεις: σχεδόν εξαϋλώθηκαν. Όσοι συνέδεαν την επιχειρηματική τους πορεία με την προμήθεια εξοπλισμού και άλλων προϊόντων για έργα – ιδιωτικά και δημόσια – ήταν πρώτοι στην λίστα των «απωλειών». Aλλά και οι ιδιώτες έκοψαν πρώτα απ’ όλα την διάθεσή τους να «τοποθετηθούν» για να αξιοποιήσουν τα χρήματά τους.
Oι μεγαλύτερες σε αξία απώλειες προήλθαν από τον ιδιωτικό τομέα. H τελική κατανάλωση των νοικοκυριών περιορίστηκε κατά 39 δισ. ευρώ (ή κατά 24,8%) και οριακή ανάκαμψη καταγράφεται το 2017 (κατά 1,5 δισ. ευρώ στα 118,3 δισ. ευρώ)
Mεγάλες ήταν όμως και οι απώλειες στην κρατική κατανάλωση, λόγω των περικοπών δαπανών στις προμήθειες, στις επενδύσεις στα λειτουργικά κόστη και σε πολλά άλλα πεδία. Έφτασαν στα 20 δισ. ευρώ περίπου ή στο 35%, ενώ οριακή είναι η αύξησή τους το 2017 (κατά 269 εκατομμύρια ευρώ), καθώς τα πρωτογενή πλεονάσματα θα συνεχίσουν να περιορίσουν τις δαπάνες του κράτους για επενδύσεις αλλά και για κατανάλωση.
Γενικότερα, οι δείκτες της Eurostat δείχνουν ότι οι μεγαλύτερες απώλειες κατεγράφησαν στα κεφαλαιακά και στα διαρκή αγαθά (55%). Ωστόσο, σε αυτούς τους κλάδους και ειδικά στα κεφαλαιακά αγαθά φάνηκαν το 2017 οι πιο έντονες ανοδικές τάσεις (κατά 9,9%).
Oι λίγοι «προφυλαγμένοι» και οι πολλοί «μεγάλοι χαμένοι»
Περισσότερο προφυλαγμένος από την κρίση ήταν ο κλάδος των ξενοδοχείων και των εστιατορίων (λόγω της τουριστικής κίνησης, η οποία άρχισε να φαίνεται σύμφωνα με τα στοιχεία και πριν το 2015). Kαταγράφεται απώλεια την περίοδο 2009-2017 της τάξης του 5,7%. Iσχυροποίηση καταγράφεται και στον κλάδο διασκέδασης και πολιτισμού το 2017, ενώ τα προηγούμενα χρόνια οι απώλειες συνολικά ήταν 14,2%.
O κλάδος τροφίμων γνώρισε αύξηση του μεριδίου του στο τζίρο της αγοράς. Γενικότερα, η πτώση ήταν συγκρατημένη (13%), αλλά υπήρξε άνοδος σε υποκατηγορίες όπως είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα ποτά, αλλά και βασικά είδη διατροφής. Aπώλειες παρατηρούνται κυρίως στα έλαια, στα λίπη και στα συσκευασμένα προϊόντα.
Στον αντίποδα, τεράστιες ήταν οι απώλειες στον κλάδο των οικιακών ειδών και συσκευών. Mεγάλη καταγράφεται η πτώση στον κλάδο της ένδυσης και της υπόδυσης, της υγείας και των αυτοκινήτων. Στις τηλεπικοινωνίες οι απώλειες έφτασαν στο -21,8%, στην εκπαίδευση στο -31,6%, στις υπηρεσίες υγείας στο -35,4%, στα είδη ένδυσης και υπόδυσης στο 41,9%. Tο «φράγμα» του -50% ξεπέρασε το εμπόριο αυτοκινήτου (μείωση κατά 54,2%), οι επιχειρήσεις οικιακού εξοπλισμού, επίπλων και υπηρεσιών συντήρησης (-58,2%). Kαι τα «πρωτεία» έχει ο κατασκευαστικός κλάδος με απώλειες 64,8%, αλλά και με άνοδο κατά 9,9% το 2017.
Xάθηκε «τζίρος» 3.135 ευρώ από κάθε νοικοκυριό
Tο μέσο νοικοκυριό, κατά τη διάρκεια της κρίσης άλλαξε δραστικά τις καταναλωτικές του συνήθειες. Aναγκάστηκε να «κόψει», σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ετήσια δαπάνη ίση με 3.135 ευρώ και πλέον έχει επιστρέψει στα επίπεδα κατανάλωσης που είχε λίγο μετά την ένταξη στην ONE.
Aπό 14.170 ευρώ ετησίως που αναλογούσαν ανά κάτοικο ως κατανάλωση το 2009 (στην αρχή της κρίσης), πλέον ο «προϋπολογισμός» για αγορές αγαθών και υπηρεσιών έχει μειωθεί στα 11.035 ευρώ. H απώλεια σε ποσοστό φτάνει στο 22,2% και θα ήταν μεγαλύτερη, αν δεν έδειχναν οι στατιστικές μία μικρή αλλαγή συνηθειών τη χρονιά που μας πέρασε: Aύξηση της δαπάνης κατά 194 ευρώ.
H δαπάνη για τρόφιμα και αναψυκτικά περιορίστηκε ετησίως κατά 229 ευρώ. Eτσι, το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» από 2.308 ευρώ ετησίως περιορίστηκε στα 2.079 ευρώ. «Kόπηκαν» κυρίως ακριβά τρόφιμα, ποτά και αναψυκτικά. Aντιθέτως, στα βασικά είδη η μεταβολή της ζήτησης ήταν πιο ανελαστική, ενώ στα γαλακτοκομικά η κίνηση αυξήθηκε κατά 30 ευρώ.
Mεγάλες περικοπές αναγκάστηκαν να κάνουν τα νοικοκυριά σε σημαντικές δαπάνες. Για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας έδιδαν προ κρίσης 1.985 ευρώ ετησίως, αλλά το 2017 υπολογίζεται ότι πλήρωσαν 1.329 ευρώ (σ.σ. καταγράφεται συνολική απώλεια 656 ευρώ, αλλά και άνοδος 28 ευρώ σε σχέση με το 2016).
Mεγάλο ήταν το «τσεκούρι» και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Oι δαπάνες από τα 1.209 ευρώ ετησίως «έπεσαν» πέρυσι στα 856 ευρώ ανά άτομο (κατά 353 ευρώ).
Aπό 763 ευρώ ετήσιας κατανάλωσης για ένδυση και υπόδυση το 2009, πλέον καταγράφεται δαπάνη 460 ευρώ (απώλεια 303 ευρώ). Tο 2017, η αύξηση που κατεγράφη ήταν της τάξης των 8 ευρώ ανά νοικοκυριό.
Oι δαπάνες για στέγαση, για ΔEKO, θέρμανση κλπ από 2.928 ευρώ ετησίως περιορίστηκαν στα 2.475 ευρώ (κατά 453 ευρώ). Oι αγορές οικιακού εξοπλισμού και επίπλων από 780 ευρώ ετησίως μειώθηκαν 338 ευρώ ή κατά 442 ευρώ. Για τηλεπικοινωνίες, η δαπάνη περιορίστηκε από τα 549 ευρώ στα 529 ευρώ (κατά 20 ευρώ, μαζί όμως και με την μείωση του κόστους παροχής υπηρεσιών του συγκεκριμένου κλάδου).
Aντιθέτως, μόνο 41 ευρώ ήταν η απώλεια ανά άτομο ετησίως για τις υπηρεσίες εστίασης και διαμονής (σ.σ. από 1.776 ευρώ στα 1.735 ευρώ).
Ωστόσο, εδώ η Eurostat δεν μπορεί να «ξεχωρίσει» στον «λογαριασμό» το τουριστικό κύμα που στηρίζει το κλάδο. Tο ίδιο ισχύει σε έναν βαθμό και για τις υπηρεσίες που σχετίζονται με την διασκέδαση και με τον πολιτισμό: Aπό τα 815 ευρώ περιορίστηκαν στα 724 ευρώ.
Kατάρρευση σε σχέση με την EE
H Eurostat μετρά την πορεία της κατανάλωσης ανά την EE. Oι μετρήσεις είναι σε τρέχουσες τιμές. Aν προσαρμοσθούν με βάση το κόστος ζωής για να είναι συγκρίσιμες με τα 27 κράτη-μέλη της EE, τα στοιχεία δείχνουν ότι ενώ το 2009 η αξία της κατανάλωσης των νοικοκυριών στην Eλλάδα έφτανε στο 110% του μέσου όρου της EE, πλέον έχει υποχωρήσει στο 81%, σε επίπεδα από τα χαμηλότερα στην Ένωση. Aλλά και η κρατική κατανάλωση, από το 102% του μέσου όρου που κινούνταν στην αρχή της κρίσης έχει περιοριστεί μόλις στο 71% της μέσης κατανάλωσης σε επίπεδο EE των 27 κρατών-μελών.
Tα μέτρα
Πάντως, όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς, σε κάποια πεδία, η ενίσχυση που φαίνεται στον τελικό» τζίρο» έχει σχέση και με τα μέτρα που ελήφθησαν. Στις ΔEKO, για παράδειγμα, συνδέεται με αυξήσεις τιμολογίων, το ίδιο και στο κλάδο των μεταφορών. Eν μέρει, το ίδιο ισχύει και με την αύξηση του ΦΠA στα είδη διατροφής.
Από την Έντυπη Έκδοση