Η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης συνεπικουρεί τις εξαγωγές διατηρώντας την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, σημειώνει η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυσή της για την πορεία της οικονομίας.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση της ΕΤΕ, τo Ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,8% ετησίως (+0,2% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) το 2ο τρίμηνο του 2018 από 2,5% ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2018 (ανοδικά αναθεωρημένη εκτίμηση) εμφανίζοντας θετικό ρυθμό ετήσιας αύξησης για 6ο συνεχόμενο τρίμηνο, που συνιστά την καλύτερη επίδοση των τελευταίων 11 ετών.
Οι εξαγωγές παρέμειναν ο βασικός πυλώνας της ανάκαμψης, με την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 9,4% σε ετήσια βάση να προσθέτει 3 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο. Η ανωτέρω θετική συνεισφορά μετριάστηκε από την αρνητική επίδραση της αύξησης των εισαγωγών κατά 4,3% ετησίως (κυρίως για πρώτες ύλες, καύσιμα και διαρκή καταναλωτικά αγαθά), με αποτέλεσμα η καθαρή συνεισφορά των εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο του 2018 να διαμορφώνεται στις 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αναφορικά με τις δύο βασικές κατηγορίες των εξαγωγών, οι εξαγωγές υπηρεσιών με επίκεντρο τον τουρισμό πρόσθεσαν 1,7 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ, ενώ οι εξαγωγές αγαθών πρόσθεσαν άλλες 1,3 επιτυγχάνοντας νέο ιστορικό υψηλό, τόσο σε απόλυτες τιμές αλλά και ως ποσοστό στο ΑΕΠ (18,8% το 2ο τρίμηνο του 2018 έναντι μέσου όρου 20ετίας 11,2%) και σημειώνοντας σωρευτική αύξηση 72,3% την τελευταία δεκαετία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά την αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητας στην Ιταλία και την Τουρκία το 2ο τρίμηνο του 2018, οι δύο αυτές χώρες κατετάγησαν στις 2 πρώτες θέσεις των βασικών εξαγωγικών αγορών για τα ελληνικά προϊόντα (συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων), παραμένοντας σταθερά στην πρώτη τετράδα των κορυφαίων εξαγωγικών αγορών για την Ελλάδα την τελευταία πενταετία. Αναμφισβήτητα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, η όξυνση της κρίσης στην Τουρκία το 3ο τρίμηνο αναμένεται να εξασθενίσει τη ζήτηση για εισαγωγές στη συγκεκριμένη χώρα κατά το 2ο εξάμηνο του 2018 οδηγώντας σε μείωση των ελληνικών εμπορευματικών εξαγωγών κατά σχεδόν 20% ετησίως ή 0,1%, περίπου, του ετήσιου ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αναμενόμενη ήπια επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη αλλά και τους κραδασμούς στις αναπτυσσόμενες οικονομίες που συνοδεύονται από αυξημένη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, εκτιμάται ότι θα επιβραδύνουν τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των ελληνικών εξαγωγών αγαθών στο 4,3% ετησίως το 2ο εξάμηνο του 2018 από 9,0% το 1ο εξάμηνο, δημιουργώντας περαιτέρω καθοδικούς κινδύνους και για το 2019. Προφανώς, η επιβεβλημένη αύξηση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης την καθιστά, εκ των πραγμάτων, περισσότερο ευάλωτη σε διακυμάνσεις στις βασικές αγορές για τις εξαγωγές ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών.
Ωστόσο, η ισχυρή δυναμική του τουρισμού αναμένεται να μετριαστεί οριακά το 2ο εξάμηνο του 2018 και να παραμείνει επαρκώς ισχυρή, ώστε να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις από την επιβράδυνση των εξαγωγών αγαθών. Συγκεκριμένα, βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων για αεροπορικές αφίξεις από το εξωτερικό και για την πληρότητα των ξενοδοχείων, η θετική συνεισφορά του, εισερχόμενου από το εξωτερικό, τουρισμού στην αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να προσεγγίσει τις 1,4 ποσοστιαίες μονάδες το 3ο τρίμηνο του 2018 με τη θετική επίδραση να διαχέεται, σε μικρότερο βαθμό, και στο 4ο τρίμηνο. Κατά συνέπεια η συνδυαστική συνεισφορά των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στις 1,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2ο εξάμηνο του 2018 από 2,7 στο 1ο εξάμηνο.
H ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε τη θετική έκπληξη του 2ου τριμήνου του 2018 μετά από μια παρατεταμένη περίοδο αδυναμίας. Συγκεκριμένα, σημείωσε αύξηση 1% ετησίως, για πρώτη φορά από το 2ο τρίμηνο του 2017, στηριζόμενη κυρίως στη δαπάνη των νοικοκυριών μεσαίου και υψηλού εισοδήματος που αντέδρασαν πιο άμεσα στην αποκλιμάκωση της αβεβαιότητας – σύμφωνα με εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ. Αυτό τεκμαίρεται, κυρίως, από την ισχυρή αύξηση στις πωλήσεις διαρκών καταναλωτικών αγαθών και αυτοκινήτων κατά 7,6% και 28,1% ετησίως, αντίστοιχα, στο 2ο τρίμηνο του 2018, καθώς και στη διψήφια αύξηση των δαπανών Ελλήνων πολιτών για τουρισμό στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι επιθυμητή σε μια περίοδο αυξημένων εξωτερικών κινδύνων και θα αρχίσει να υποστηρίζεται σταδιακά και από την περαιτέρω βελτίωση της εμπιστοσύνης και την αυξανόμενη ποιότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται, κυρίως, σε κλάδους που απασχολούν εξειδικευμένη εργασία, όπως η μεταποίηση και οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις. Η επανενεργοποίηση της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων – που ξεκίνησε σε ένα περιορισμένο αριθμό κλάδων το 3ο τρίμηνο του 2018 – θα συμβάλλει σε ταχύτερη ανάκαμψη των ωριαίων αμοιβών, τουλάχιστον για τους απασχολούμενους που δεν καλύπτονταν έως σήμερα από κάποια κλαδική σύμβαση, ενώ ενδεχομένως να ασκήσει και δευτερογενείς επιδράσεις σε άλλους κλάδους. Συνεπώς, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,6%, σε ετήσια βάση, στο 2ο εξάμηνο του έτους από 0,5% στο 1ο εξάμηνο.
Η παρατηρούμενη συρρίκνωση στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου για 2ο συνεχόμενο τρίμηνο κατά 5,4% ετησίως έναντι 10,3% το 1ο τρίμηνο αντανακλά και πάλι τη νέα συρρίκνωση κατά -49% ετησίως των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό (κατά βάση εμπορικά πλοία και δευτερευόντως οχήματα και εξοπλισμός φορτοεκφόρτωσης λιμένων) το 2ο τρίμηνο του 2018. Εξαιρουμένων των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό, όλες οι υπόλοιπες υποκατηγορίες επενδύσεων αυξήθηκαν, συνδυαστικά, κατά 4,9% ετησίως με τις επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό να αυξάνονται κατά 18,3%, ετησίως, για 3ο συνεχόμενο τρίμηνο. Οι κατασκευές εξαιρουμένων των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 6,9%, σε ετήσια βάση, και οι κατασκευές κατοικιών κατά 5,1% για 2ο συνεχόμενο τρίμηνο, υποδηλώνοντας την ολοκλήρωση του υφεσιακού κύκλου στη συγκεκριμένη αγορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο τα στοιχεία προστιθέμενης αξίας όσο και της εταιρικής κερδοφορίας που περιλαμβάνονται στην κατάρτιση του ΑΕΠ για το 2ο τρίμηνο του 2018 υποδηλώνουν συνεχή βελτίωση στον επιχειρηματικό τομέα. Συγκεκριμένα, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία αυξήθηκε κατά 2,5% ετησίως για 6ο συνεχές τρίμηνο και η εταιρική κερδοφορία (προσέγγιση μέσω ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και μεικτού εισοδήματος που περιλαμβάνει και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις) κατά 2,7%, σε ετήσια βάση, συνιστώντας την καλύτερη επίδοση μετά από μια δεκαετία βαθιάς κρίσης. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την περαιτέρω βελτίωση δεικτών επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και του δείκτη υπευθύνων προμηθειών («PMI») στο 3ο τρίμηνο του 2018 και το σχετικά υψηλό βαθμό χρησιμοποίησης παραγωγικού δυναμικού σε αρκετούς κλάδους, δημιουργούν σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης των επενδύσεων, έχοντας ως βασικές πηγές αβεβαιότητας την ταχύτητα βελτίωσης των χρηματοδοτικών συνθηκών στον ιδιωτικό τομέα και την αυξημένη μεταβλητότητα διεθνώς που επηρεάζει την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα.
Η πορεία του συνδυαστικού δείκτη οικονομικής δραστηριότητας της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, συνεκτιμώντας τις ανωτέρω προσδοκίες για την πορεία των βασικών συστατικών του ΑΕΠ, υποδηλώνει τη δυνατότητα περαιτέρω επιτάχυνσης του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στο 2,2% ετησίως στο 3ο τρίμηνο και αυξημένη πιθανότητα υπέρβασης του ετήσιου στόχου για ανάπτυξη 2% στο σύνολο του 2018.