Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε στο 1,1% τον Σεπτέμβριο του 2018 και ακολουθεί ανοδική τάση τους τελευταίους μήνες, σε σχέση με το πολύ χαμηλό επίπεδο που βρισκόταν στις αρχές του έτους, επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία.
Όπως, ωστόσο, παρατηρείται, ο πληθωρισμός, παρά την ενίσχυσή του, εξακολουθεί να διαμορφώνεται σε επίπεδο αρκετά χαμηλότερο από εκείνο της Ζώνης του Ευρώ, που έφθασε στο 2,1% τον Σεπτέμβριο του 2018, και παραμένει από τον Μάιο του 2018 ελαφρά άνω του στόχου που έχει θέσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο ασκήσεως νομισματικής πολιτικής (κάτω και πλησίον του 2%).
Η ελαφρά αναζωπύρωση του πληθωρισμού τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Ζώνη του Ευρώ τους τελευταίους μήνες αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των διεθνών τιμών της ενέργειας. Τα ενεργειακά προϊόντα έχουν σημαντική αυξητική επίπτωση στον πληθωρισμό το τελευταίο πεντάμηνο από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018. Εκτός από την άνοδο των διεθνών τιμών της ενέργειας, αυξητική επίπτωση στον πληθωρισμό είχε και η συνεχιζόμενη επίδραση από την αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα κινήσεως το προηγούμενο έτος.
Για την κατηγορία των ενεργειακών προϊόντων, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου σταδιακά από τον Ιούλιο του 2017 και ειδικότερα από τις αρχές του 2018 επηρεάζει καθοριστικά τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στην κατηγορία «Ενέργεια». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά την αύξηση της μέσης τιμής του πετρελαίου κατά 31,4% το 2018, έναντι αυξήσεως 23,3% το 2017 (World Economic Outlook, Οκτώβριος 2018). Επιπλέον, η υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου μεγεθύνει την επίπτωση στο δείκτη ενέργειας καθιστώντας το πετρέλαιο ακριβότερο και κατά συνέπεια το μεταφορικό κόστος και το κόστος θέρμανσης υψηλότερο.
Ένας ακόμα επιβαρυντικός παράγοντας στο κόστος παραγωγής μιας ευρείας κατηγορίας αγαθών είναι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το οποίο σημείωσε αύξηση κατά 0,7%, σε ονομαστικούς όρους, το 2017. Αυτή η αύξηση προκύπτει από το συνδυαστικό αποτέλεσμα της αυξήσεως του ονομαστικού μισθολογικού κόστους ανά απασχολούμενο (+0,1%) και της μειώσεως της παραγωγικότητα της εργασίας (-0,6%).
Ενώ η άνοδος του κόστους της ενέργειας και οι φορολογικές επιβαρύνσεις λειτουργούν αυξητικά στον πληθωρισμό, η σταδιακή ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας δεν φαίνεται να έχει αυξητική επίδραση στον πληθωρισμό στην παρούσα φάση. Η αδυναμία ενισχύσεως του πληθωρισμού από την πλευρά της εγχώριας ζητήσεως αποτυπώνεται στον πληθωρισμό της κατηγορίας «βιομηχανικά προϊόντα εκτός ενέργειας» που επιδρά αρνητικά στον γενικό δείκτη τιμών από το 2011 και έπειτα.
Από την άλλη πλευρά, οι φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν σε αγαθά όπως καπνός, αλκοολούχα ποτά και καφές στις αρχές του 2017, είχαν ως αποτέλεσμα τη θετική συμβολή της κατηγορίας «επεξεργασμένα είδη διατροφής» στον πληθωρισμό καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017 και το 2018. Ωστόσο, η επιβαρυντική επίδραση αυτής της κατηγορίας στον πληθωρισμό εξασθενεί από τον Ιούλιο του 2018, γεγονός που αποδίδεται στην επίδραση βάσεως, καθώς τους αντίστοιχους μήνες του 2017 τα επεξεργασμένα τρόφιμα είχαν σημαντική αυξητική επίπτωση στον πληθωρισμό.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πως οι ανωτέρω εξελίξεις στην ισοτιμία του ευρώ, τις τιμές ενέργειας και του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας διαμορφώνουν τους δείκτες διεθνούς ανταγωνιστικότητος της ελληνικής οικονομίας. Όπως παρατηρείται, ο δείκτης της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή, συνεχίζει την ανοδική του πορεία το διάστημα Ιανουαρίου 2018 – Αυγούστου 2018 (αύξηση κατά 1,3%), αντανακλώντας μια ελαφρά επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η πορεία του δείκτη είναι συνέχεια της ανοδικής πορείας της περιόδου Ιανουαρίου 2016 – Δεκεμβρίου 2017, όταν ο δείκτης αυξήθηκε κατά 3,2%. Το τρέχον έτος, η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση στον δείκτη της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή, μετά την Κύπρο.
Επιπλέον, ο δείκτης σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, παρουσιάζει αύξηση το τρέχον έτος (κατά 0,4%), όπως επίσης και την περίοδο 2016-2017 (κατά 2,9%), αντανακλώντας μία αύξηση στο κόστος παραγωγής.
Η αύξηση του πληθωρισμού, ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών και της ενέργειας, καθώς επίσης και η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, οδηγούν σε μιαελαφρά επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές τα τελευταία δύο έτη. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι από την έναρξη της οικονομικής κρίσεως έως και σήμερα, η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία, τόσο με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή όσο και το μοναδιαίο κόστος εργασίας, έχει μειωθεί, επηρεάζοντας θετικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Η αύξηση του πληθωρισμού, ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών και της ενέργειας, καθώς επίσης και η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, οδηγούν σε μιαελαφρά επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές τα τελευταία δύο έτη. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι από την έναρξη της οικονομικής κρίσεως έως και σήμερα, η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία, τόσο με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή όσο και το μοναδιαίο κόστος εργασίας, έχει μειωθεί, επηρεάζοντας θετικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας στις διεθνείς αγορές.