Στο 19,0% από 19,1% τον Ιούνιο 2018 και 20,9% τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους μειώθηκε το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), τονίζει η Eurobank στο «7 ημέρες οικονομία».
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης επιβραδύνθηκε στο 1,2% (ή +45,1 χιλ άτομα) από 2,4% τον προηγούμενο μήνα, ενώ ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά -10,4% ή -104,4 χιλ άτομα. Βάσει των παραπάνω μεταβολών, το εργατικό δυναμικό, δηλαδή το σύνολο των ανέργων και των απασχολούμενων, συρρικνώθηκε κατά -1,2% ή -59,3 χιλ άτομα.
Στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2018 το μέσο ποσοστό ανεργίας (ανά μήνα) διαμορφώθηκε στο 19,8% από 21,9% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι με τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής της απασχόλησης να μειώνεται στο 1,7% από 2,0% την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2017. Τα προαναφερθέντα στοιχεία παράλληλα με την παρατήρηση του Ιουλίου 2018 (19,0%) καθιστούν εφικτή τη μείωση του ποσοστού ανεργίας κάτω του 20,0% για το σύνολο του έτους 2018.
Ως γνωστόν, όσο οι μηνιαίες παρατηρήσεις (π.χ. Ιούλιος 2018, 19,0%) είναι μικρότερες από τον διαμορφωνόμενο μέσο όρο (π.χ. Ιανουάριος – Ιούλιος 2018, 19,8%), το τελευταίο μέγεθος ακολουθεί καθοδική πορεία.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα αναμένεται να μειωθεί στο 19,9% το 2018 (η ίδια πρόβλεψη υπάρχει και στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2019), στο 18,1% το 2019, στο 16,3% το 2020, στο 15,2% το 2021, στο 14,4% το 2022 και στο 14,1% το 2023, αναφέρει η Eurobank.
Ο λόγος των ανέργων ως προς το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα έλαβε τη μέγιστη τιμή του – σε όρους έτους – το 2013 με 27,5% ενώ πέρυσι (2017) διαμορφώθηκε στο 21,5%.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας στην Ελλάδα παρουσιάζει ενίσχυση τα 5 τελευταία χρόνια. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, η εν λόγω αυξητική πορεία αναμένεται να συνεχιστεί την περίοδο 2018 – 2023 με το ποσοστό ανεργίας να προσεγγίζει με φθίνοντα ρυθμό το 14,1% το 2023.
Ωστόσο, για να αξιολογήσουμε σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος τις τρέχουσες εξελίξεις στην εγχώρια αγορά εργασίας και τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη επίδρασή τους στην εγχώρια οικονομία, δεν αρκεί η μελέτη μόνο της μεταβλητής του ποσοστού ανεργίας. Επί παραδείγματι, η παρακολούθηση της πορείας της τελευταίας μεταβλητής δίνει απάντηση στο ερώτημα για το ποιος είναι ο βαθμός εκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (π.χ. 19,0% του εργατικού δυναμικού τον Ιούλιο 2018). Δεν δίνει όμως απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: ποιο είναι το επίπεδο του δομικού ποσοστού ανεργίας (ή αλλιώς φυσικού ποσοστού ανεργίας) ή πως εξελίσσεται το επίπεδο των πόρων και του βαθμού αποτελεσματικότητας (efficiency) του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας; Τα εν λόγω ερωτήματα σχετίζονται κυρίως με τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της εγχώριας οικονομίας.
Είναι φανερό ότι από την αρχή της ελληνικής κρίσης μέχρι και το 2013 – έτος κατά το οποίο το ποσοστό ανεργίας έλαβε τη μέγιστη τιμή του με 27,5% – οι μεταβλητές του βαθμού εκμετάλλευσης, των διαθέσιμων πόρων και του βαθμού αποτελεσματικότητας του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας ακολούθησαν όλες καθοδική πορεία. Από το τέλος του 2013 και έπειτα, ο βαθμός εκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας παρουσιάζει ενίσχυση, δηλαδή το ποσοστό ανεργίας μειώνεται (από 27,9% τον Ιούλιο 2013 στο 19,0% τον Ιούλιο 2018), ωστόσο τόσο το εργατικό δυναμικό όσο και η παραγωγικότητα της εργασίας κινούνται κατά μέσο όρο καθοδικά, αναφέρει η Eurobank.
Στην περίπτωση που η προαναφερθείσα τάση συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια τότε η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη πορεία της ελληνικής οικονομίας μπορεί να έχει ως ακολούθως: καθώς το τρέχον ποσοστό ανεργίας θα μειώνεται και θα προσεγγίζει το αντίστοιχο δομικό ή φυσικό (14,9% το 2019 σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μάιος 2018), ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης σταδιακά θα φθίνει και θα προσεγγίζει τον ρυθμό μεταβολής του εργατικού δυναμικού. Ο τελευταίος με τη σειρά του θα προσεγγίζει τον αντίστοιχο ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού.
Όσο μεγαλύτερο είναι το δομικό ποσοστό ανεργίας τόσο μικρότερο θα είναι το παραγωγικό κενό, τόσο πιο γρήγορα θα επιβραδύνει ο ρυθμός ενίσχυσης της απασχόλησης και τόσο πιο σύντομη θα είναι η περίοδος της κυκλικής ανάκαμψης. Στη συνέχεια η ελληνική οικονομία θα μεγεθύνεται με έναν ρυθμό ίσο με το άθροισμα των δυνητικών ρυθμών μεταβολής του πληθυσμού και της παραγωγικότητας της εργασίας.
Συνεπώς, κάνοντας την υπόθεση ότι οι ασκούντες την οικονομική πολιτική αξιολογούν τις αποφάσεις τους όχι μόνο βάσει των συνεπειών που μπορεί να έχουν για το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας στο παρόν αλλά και στο μέλλον (το υψηλό δημόσιο χρέος της Ελλάδος – μεταβλητή αποθέματος – αποτελεί απόδειξη ότι για μεγάλα χρονικά διαστήματα τα τελευταία 40 χρόνια επικρατούσε η λογική της υψηλής προτίμησης για το επίπεδο της κοινωνικής ευημερίας στο παρόν σε σύγκριση με το αντίστοιχο στο μέλλον), οι βασικές μακροοικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση της κυκλικής ανάκαμψης και του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης.
Βάσει του προαναφερθέντος πλαισίου ανάλυσης, οι όποιες προτεινόμενες πολιτικές θα πρέπει να εστιάζονται στη μείωση του δομικού ποσοστού ανεργίας, στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και στην αντιστροφή της αρνητικής τάσης που υπάρχει επί δημογραφικών θεμάτων όπως ο ρυθμός μεταβολής του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού.
Ναι μεν η ελληνική οικονομία παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης για 6 συνεχή τρίμηνα, ωστόσο, στην περίπτωση που δεν υπάρξει βελτίωση στα προαναφερθέντα πεδία, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους περιορισμούς που της επιβάλλουν οι φθίνουσες – τουλάχιστον αυτή τη στιγμή – παραγωγικές δυνατότητές της (π.χ. μείωση του εργατικού δυναμικού, αρνητικές καθαρές επενδύσεις, ισχνή παραγωγικότητα κ.α), τονίζει η Eurobank.