Επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το νέο έτος μέχρι και το 2022 επισημαίνει η Citigroup, η οποία επισημαίνει ότι τα πάντα θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο οι επενδυτές θα πειστούν από το ελληνικό success story.
Σε έκθεσή της επισημαίνει, μάλιστα, ότι ενώ οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας μέσα στο επόμενο διάστημα, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να βρίσκονται εκτός «επενδυτικής βαθμίδας».
Όπως επισημαίνει η Citi, η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ Αθήνας και πιστωτών, σε συνδυασμό με την καλύτερη από την αναμενόμενη δημοσιονομική επίδοση, επέτρεψε στο να υπάρξει συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους τον Ιούνιο, γεγονός το οποίο επέτρεψε την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης.
Αναφορικά με την οικονομία, υποστηρίζει πως συνεχίζει να βελτιώνεται αλλά αργά στηριγμένη κυρίως στις εξαγωγές και τον τουρισμό καθώς και τις ξένες επενδύσεις.
Στην ίδια έκθεση τονίζει ότι παρά τις μεταρρυθμίσεις και την εσωτερική υποτίμηση τα χρόνια των Μνημονίων η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε λιγότερο απ’ ότι σε άλλες χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα.
Η Citi εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά περίπου 2% φέτος, το καλύτερο ποσοστό από το 2007, αλλά θα υποχωρήσει σταδιακά στο περίπου 1,5% την διετία που θα ακολουθήσει. Εκτιμά ότι δημοσιονομική λιτότητα που συνεχίζεται προκειμένου να πιαστούν οι στόχοι για τους οποίους έχει δεσμευτεί η χώρα θα βαραίνουν στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Ωστόσο η Citi παραδέχεται ότι οι παραπάνω εκτιμήσεις έχουν υψηλό περιθώριο λάθους καθώς οι αλλαγές σε ότι αφορά τα επίπεδα εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικά υψηλότερα ή χαμηλότερα αποτελέσματα.
Κατά τη Citi η βιωσιμότητα χρέους εξαρτάται από την… πολιτική. Το γεγονός ότι οι προβλέψεις για την ανάπτυξη δεν είναι πολύ καλές η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα παραμένει ερωτηματικό, ακόμα και μετά την συμφωνία του Ιουνίου. Ωστόσο το 80% του χρέους παραμένει στα χέρια του επίσημου τομέα και το ποσοστό αυτό θα μειωθεί πολύ αργά την επόμενη δεκαετία. Έτσι, είναι περισσότερο η πολιτική και όχι η οικονομία που θα καθορίσει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.