Την ανάγκη να προχωρήσουν τα έργα ΣΔΙΤ και οι παραχωρήσεις για να καλυφθεί το κενό από τη δημόσια αποεπένδυση σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας επισημαίνει ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε σήμερα.
Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, οι δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν δραστικά στα χρόνια της κρίσης, από 6% του ΑΕΠ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 σε 3% του ΑΕΠ σήμερα έναντι 2,7% στην ΕΕ.
Την τελευταία διετία, μάλιστα, κάτω από την πίεση της παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων, οι δημόσιες επενδύσεις δεν καλύπτουν καν τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα το απόθεμα δημοσίου κεφαλαίου να μειώνεται. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα δαπανά το μισό σχεδόν (48,5%) προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων σε υποδομές μεταφορών (δρόμοι, τούνελ, γέφυρες, κλπ.), ούσα πρωταθλήτρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ξοδεύει κατά μέσο όρο τα μισά (24,4%).
Την ίδια στιγμή είναι παράδοξο ότι απουσιάζει ένα μακροπρόθεσμο Εθνικό Σχέδιο Υποδομών (10ετίας ή και 20ετίας) που να εστιάζει στην επόμενη γενιά έργων και διασυνδέσεων προστιθέμενης αξίας για τη δημιουργία ισχυρών περιφερειακών πόλων με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξη κέντρου και περιφέρειας.
Ταυτόχρονα δαπανά λιγότερα σε υποδομές παιδείας (2,5% έναντι 10,4% στην ΕΕ-28), υγείας (1,4% έναντι 7,9% στην ΕΕ-28), κοινωνικής προστασίας (1,3% έναντι 2,3% στην ΕΕ-28) και δημόσιας τάξης και ασφάλειας (0% έναντι 3,1% στην ΕΕ-28). Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι την τελευταία διετία (2015-2016), οι δημόσιες επενδύσεις στην αστυνομία ανήλθαν σε μόλις €3 εκατ., ενώ δεν δαπανήθηκε ούτε 1 ευρώ για επενδύσεις στην πυροσβεστική (δεν περιλαμβάνεται η δασοπυρόσβεση), τα δικαστήρια και τις φυλακές.
Από την άλλη μεριά, η χώρα μας δαπανά 3% του προϋπολογισμού επενδύσεων στην παροχή νερού (έναντι 1,1% στην ΕΕ-28), καθώς και 5,5% στη διαχείριση στερεών αποβλήτων (έναντι 1,7% στην ΕΕ-28) και 3,7% στη διαχείριση υγρών αποβλήτων (έναντι 1,8% στην ΕΕ-28). Τα ανωτέρω μεγέθη πιστοποιούν τις τεράστιες αδυναμίες στη διαχείριση υδάτινων πόρων και απορριμμάτων, όπου η χώρα μας έχει καθυστερήσει στην αντιμετώπιση της σπατάλης στο νερό και της αποκομιδής των σκουπιδιών, με σύγχρονους και αποτελεσματικούς τρόπους.
Το αποτέλεσμα των ανωτέρω επιλογών είναι ότι η χώρα μας δεν ξοδεύει ούτε 1 ευρώ για στέγαση και ανάπτυξη χώρων κοινής ωφέλειας (όλα πάνε στο νερό) και ούτε 1 ευρώ για την μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης και την προστασία της βιοποικιλότητας (όλα πάνε στα σκουπίδια).
Όσον αφορά σε υποδομές αναψυχής, άθλησης, και πολιτισμού, η χώρα μας ξοδεύει σχεδόν τίποτα (0,1%) σε υποδομές πολιτισμού (έναντι 1,9% στην ΕΕ-28) και 2,8% σε υποδομές αναψυχής και άθλησης (έναντι 2,2% στην ΕΕ-28).
Παραδόξως, στην έρευνα και ανάπτυξη, περιλαμβανομένης της βασικής έρευνας, ξοδεύουμε το 17% του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, όσο και η ΕΕ-28. Σημειώνεται ότι το δημόσιο στην Ελλάδα το 2016 δαπάνησε εν προκειμένω €1082 εκατ., όταν η συνολική δαπάνη έρευνας και ανάπτυξης (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), ανέρχεται, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σε €1754 εκατ., αναδεικνύοντας την σχετικά μικρή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (ή την ανεπαρκή καταγραφή της σχετικής δραστηριότητας).
Σε κάθε περίπτωση, τα μεγέθη αυτά αποκαλύπτουν, ενδεχομένως, και την αδυναμία διάχυσης των ερευνητικών ευρημάτων στην οικονομία, με την παντελή έλλειψη διασύνδεσης της έρευνας με τις επιχειρήσεις, με τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ουσιαστικά να μην επικοινωνούν. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η συνολική δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη στην Ελλάδα ανέρχεται ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 1%, ενώ στην ΕΕ-28 και τις ΗΠΑ σε 2% και 2,7% αντιστοίχως, με την Ιαπωνία στο 3,2%, την Κορέα στο 4,2% και το Ισραήλ σε 4,3%.
Σημειώνεται, επίσης, ότι το 2018 σε προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων €6,8 δισ., κονδύλια ύψους €3,6 δισ. προέρχονται από ευρωπαϊκούς πόρους, που για να απορροφηθούν απαιτούν €2,2 δισ. από εθνικούς πόρους, δηλαδή συνολικά €5,8 δισ. αφορούν σε συγχρηματοδοτούμενα με ευρωπαϊκά κονδύλια έργα, αφήνοντας €1 δισ. για άλλες χρήσεις (κυρίως επενδυτικά προγράμματα στην τοπική αυτοδιοίκηση). Από τα €5,8 δισ., τα €1,8 δισ. αφορά σε έργα του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών (μεγάλα έργα υποδομών) και το €1,7 δισ. του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (εκ των οποίων το €1 δισ. στα περιφερειακά προγράμματα).
Εν κατακλείδι, τα μισά λεφτά περίπου κάθε χρόνο πηγαίνουν σε υποδομές μεταφορών χωρίς να εντάσσονται σε ένα συνεκτικό αναπτυξιακό σχέδιο και βεβαίως η υποεπένδυση σε άλλους τομείς της οικονομίας είναι μια στρέβλωση που κάποια στιγμή πρέπει να αντιμετωπιστεί. Σημειωτέον ότι ο ήδη “κουτσουρεμένος” Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων χρηματοδοτείται κατά 50% από την υπερφορολόγηση της εργασίας και των επιχειρήσεων…άλλο ένα αδιέξοδο δηλαδή της “άλυτης εξίσωσης” που έχει δημιουργήσει η δημοσιονομική πολιτική των υψηλών πλεονασμάτων για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η παραπάνω ανάλυση συντείνει στο συμπέρασμα ότι “λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν” για δημόσιες επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας και ως εκ τούτου είναι αναγκαία η στροφή σε ΣΔΙΤ και παραχωρήσεις, δηλαδή και σε ιδιωτικούς πόρους για τη χρηματοδότηση αναγκαίων επενδύσεων τόσο σε υποδομές και διασυνδέσεις όσο και στους υπόλοιπους τομείς που υποχρηματοδοτούνται.