Στη σταθερά αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας με αφορμή τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρεται μερίδα του γερμανικού Τύπου.
«Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κι άλλο το καλοκαίρι», γράφει σε σχετικό δημοσίευμά της η Handelsblatt. Η οικονομική εφημερίδα του Ντύσελντορφ επισημαίνει τους θετικούς δείκτες ανάπτυξης για έκτο συνεχές τρίμηνο στην Ελλάδα με αφορμή τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τα οποία δείχνουν μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 1% στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο του 2018. Η Handelsblatt παρατηρεί ότι «μετά από χρόνια ύφεσης» η Ελλάδα επανέρχεται στον δρόμο της ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, το δημοσίευμα σημειώνει ότι «η Κομισιόν επαίνεσε την κυβέρνηση στην Αθήνα το τελευταίο διάστημα για τη δημοσιονομική της πειθαρχία, την οποία θα ήθελαν να δουν οι Βρυξέλλες, για παράδειγμα, και στην περίπτωση της Ιταλίας. Η Κομισιόν εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να πετύχει ανάπτυξη ύψους 2% το 2018. ‘Συν’ ίδιου ύψους υπολογίζει και για τα δύο επόμενα χρόνια –υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα παραμείνει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων», αναφέρει η Handelsblatt.
Στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναφέρεται και το ειδησεογραφικό δίκτυο n-tv στην ιστοσελίδα του, αποδίδοντας τη νέα αύξηση του ΑΕΠ κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση της κατανάλωσης. «Το ελληνικό σχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει ανάπτυξη 2,1% για το 2018. Για την επόμενη χρονιά η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αναμένει ακόμη υψηλότερη ανάπτυξη της τάξης του 2,5%. Αυτές οι εκτιμήσεις είναι όμως αισθητά πιο αισιόδοξες από τις αντίστοιχες της Κομισιόν», σχολιάζει το δημοσίευμα.
Το n-tv επισημαίνει την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια τον περασμένο Αύγουστο, υπογραμμίζοντας όμως παράλληλα ότι το ποσοστό του δημόσιου χρέους της χώρας είναι το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη. Το δημοσίευμα κλείνει με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν για την ελληνική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια εφόσον βέβαια η κυβέρνηση δεν αποκλίνει από τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων, όπως επισημαίνει. «Οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι έτσι η χώρα θα μπορέσει να δρέψει τους καρπούς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και να γίνει αισθητά ελκυστικότερη για τους επενδυτές».