Ο κλάδος των ιατροτεχνολογικών προϊόντων αποτελεί καίρια συνιστώσα του τομέα υγείας στη χώρα μας και καλύπτει μια ευρύτατη γκάμα ειδών, από προϊόντα αναλωσίμων (π.χ. επίδεσμοι, γάζες κλπ.), μέχρι μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας (π.χ. μαγνητικοί, αξονικοί τομογράφοι κ.α.).
Η συγκεκριμένη αγορά η οποία εμφάνιζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μέχρι το 2009, καταγράφει συνεχή πτώση από το 2010 μέχρι και το 2015. Ελαφρά ανάκαμψη εμφανίζεται από το 2016 και μετά. Τα παραπάνω επισημαίνονται στην τελευταία Κλαδική Μελέτη που εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP A.E.
Ο κλάδος αποτελείται από μεγάλο πλήθος εισαγωγικών κυρίως εταιρειών, ενώ ολιγάριθμες είναι οι παραγωγικές επιχειρήσεις. Τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα αφορούν λίγες μόνο κατηγορίες προϊόντων (όπως αναλώσιμα, γάζες, αντλίες έγχυσης φαρμάκων, επιδεσμικό υλικό, υλικά τεχνητού νεφρού κ.α.). Ο μεγάλος όγκος και τα πλέον εξειδικευμένα προϊόντα (ορθοπεδικό υλικό, ιατρικά μηχανήματα, εμφυτεύματα κλπ.) είναι εισαγόμενα.
Η ζήτηση των εξεταζόμενων προϊόντων προέρχεται κυρίως από τα κρατικά και ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα, τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, τα εργαστήρια, τα ιατρεία κλπ. Επίσης, για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων η ζήτηση προέρχεται άμεσα από τους τελικούς χρήστες.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών Μελετών της ICAP, αναφέρει σχετικά με τις εξελίξεις της συγκεκριμένης αγοράς: Η εγχώρια αγορά των ιατροτεχνολογικών προϊόντων σε τιμές χονδρικής γνώρισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά την περίοδο 1995-2009, σημειώνοντας διψήφιο ποσοστό αύξησης. Ωστόσο, την περίοδο 2010-2015 η αγορά κατέγραψε μείωση με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 12%. Ελαφρά ανάκαμψη της αγοράς παρατηρείται από το 2016 η οποία συνεχίζεται και το 2017. Ειδικά το 2017 σε σχέση με το 2016, η εν λόγω αγορά κατέγραψε μικρή αύξηση της τάξης του 1,8%, ενώ περαιτέρω αύξηση της τάξης του 2% εκτιμάται και για το 2018. Η πτώση της αγοράς τα προηγούμενα χρόνια, ήταν το αποτέλεσμα της επιβολής συνδυασμού μέτρων από πλευράς του δημοσίου τομέα, με στόχο το δραστικό περιορισμό των δημοσίων δαπανών υγείας στα πλαίσια τήρησης των μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας.
Παράλληλα, μείωση καταγράφεται και στη ζήτηση για ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό και από τον ιδιωτικό τομέα, ως αποτέλεσμα της μείωσης της ροής ασθενών για νοσηλεία στην πλειονότητα των ιδιωτικών κλινικών.
Ο δημόσιος τομέας απορροφά, διαχρονικά, το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων, σε ποσοστό που εκτιμάται μεταξύ 65%-70% τα τελευταία χρόνια. Αναφορικά με την κατανομή της συνολικής αγοράς ιατροτεχνολογικών προϊόντων, το μεγαλύτερο μερίδιο καλύπτεται από τις κατηγορίες των In Vitro διαγνωστικών αντιδραστηρίων και αναλυτών, του αναλώσιμου υγειονομικού υλικού και των ορθοπαιδικών ειδών. Συνολικά οι τρεις αυτές κατηγορίες εκτιμάται ότι κάλυψαν περίπου το 50% του συνολικού μεγέθους αγοράς.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Senior Manager Οικονομικών Μελετών της ICAP, τα τελευταία έτη οι διάφορες παρεμβάσεις για εξορθολογισμό, αλλά και περικοπή των δημοσίων δαπανών υγείας (όπως η διενέργεια κεντρικών ηλεκτρονικών διαγωνισμών, η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ, η λειτουργία του παρατηρητηρίου τιμών, η μείωση των τιμών, τα Κ.Ε.Ν., η εφαρμογή clawback και rebate στους ιδιώτες παρόχους υγείας), επηρέασαν καίρια την εξέλιξη των πωλήσεων των εταιρειών του κλάδου. Επίσης, οι μεγάλες καθυστερήσεις πληρωμών από πλευράς δημοσίου, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας σε ορισμένες εταιρείες. Σε όλα τα παραπάνω προστέθηκαν το καλοκαίρι του 2015 και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), μέτρο το οποίο προκάλεσε μεγάλες δυσχέρειες στη λειτουργία των επιχειρήσεων του κλάδου.