Στην ανάγκη να ανακοπεί το διευρυνόμενο πολιτικό χάσμα μεταξύ των χωρών -δανειστών και των χωρών-δανειοληπτριών για να μη διακινδυνεύσει όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αναφέρθηκε ο υπουργός Οικονομικών της Πολωνίας Γιάτσεκ Ροστόβσκι με επιστολή του στην εφημερίδα Financial Times.
Στην κατακλείδα του άρθρου του, ο Πολωνός υπουργός αναφέρει: “Η Ευρώπη χρειάζεται αλληλεγγύη (μία σημαντική λέξη για τους Πολωνούς) και όχι ελεημοσύνη. Η αλληλεγγύη είναι μία έκφραση του ίδιου συμφέροντος των μελών μίας ομάδας να εργασθούν για να επιτύχουν έναν κοινό σκοπό. Για το λόγο αυτό, η Ευρώπη πρέπει να ανακόψει το διευρυνόμενο πολιτικό χάσμα μεταξύ εκείνων που παρέχουν χρηματοδότηση στην τρέχουσα κρίση και εκείνων που επωφελούνται άμεσα από αυτή – μεταξύ της νότιας και δυτικής περιφέρειας από τη μία πλευρά και του κέντρου και του Βορρά της ΕΕ από την άλλη πλευρά. Διαφορετικά, το συνολικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όπως και η σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας, θα τεθούν σε κίνδυνο”.
Ο κ. Ροστόβσκι ασκεί κριτική στην ΕΕ και το ΔΝΤ, επειδή δεν δίνουν μία πραγματική διέξοδο στις οικονομίες των χωρών με υψηλό χρέος. “Οι αγορές και οι ψηφοφόροι στις δότριες χώρες πρέπει να πεισθούν ότι τα προγράμματα της ΕΕ και του ΔΝΤ δίνουν μία πραγματική δυνατότητα επιστροφής (σ.σ.: στις χώρες που παίρνουν τα δάνεια) στις αγορές στο ορατό μέλλον. Οι ψηφοφόροι στις χώρες που τώρα εφαρμόζουν πολύ αυστηρά προγράμματα λιτότητας πρέπει να δουν κάποιο φως στο τέλος του τούνελ”, αναφέρει χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, συνεχίζει, συμφωνούν ότι με τους τρέχοντες και τους προβλεπόμενους στο ορατό μέλλον ρυθμούς ανάπτυξης, τα επιτόκια με τα οποία χορηγεί τα δάνεια το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ) είναι πολύ υψηλά, με αποτέλεσμα οι αγορές να μη θεωρούν βιώσιμες τις δυναμικές των χρεών.
Δύο είναι τα συμπεράσματα, αναφέρει ο Πολωνός υπουργός, τα οποία βγάζει από την καταθλιπτική εμπειρία του περασμένου χρόνου:
Πρώτον, ότι τα επιτόκια του ΕΤΧΣ και του ΕΜΣ πρέπει να είναι πολύ χαμηλότερα για τις χώρες που συμμορφώνονται πλήρως με τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο των προγραμμάτων τους. Το περιθώριο του επιτοκίου σε σχέση με το κόστος δανεισμού δεν μπορεί να είναι στο τιμωρητικό 2,9% που το έχουν ορίσει οι δότριες χώρες, αλλά το πολύ 20 μονάδες βάσης (0,2 της ποσοστιαίας μονάδας), που με τα σημερινά δεδομένα θα σήμαινε ένα επιτόκιο της τάξης του 3,5%. Αυτό, αναφέρει, θα διασφάλιζε αξιόπιστες δυναμικές χρέους για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και θα έδινε στην Ελλάδα μία πραγματική ευκαιρία.
Δεύτερον, η οικονομική βοήθεια θα πρέπει ως κανόνας να συνεχίζεται, ακόμη και όταν τα αποτελέσματα (σ.σ.: από την υλοποίηση των προγραμμάτων) είναι χαμηλότερα των προσδοκιών, εφόσον αυτό δεν οφείλεται στην αθέτηση των υποχρεώσεων των χωρών, αλλά σε λανθασμένες εκτιμήσεις ή σε απροσδόκητα εξωτερικά σοκ. Όπως αναφέρει ο κ. Ροστόβσκι, με τα προγράμματα του ΔΝΤ, ο δανεισμός θα πρέπει να εξαρτάται από την προσπάθεια, όχι από τα αποτελέσματα.