Οι φορολογούμενοι, οι επενδυτές και οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν με νευρικότητα το μέλλον της ευρωζώνης με δεδομένη την υπερχρέωση πολλών από τις οικονομίες της. Και η ανησυχία τους αυξάνεται από το γεγονός ότι δεν μοιάζει να υπάρχει ένας «οδικός χάρτης» για την έξοδο από την κρίση. Κι όμως, η κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής κατά τη δεκαετία του ’80 δείχνει ότι τέτοιος χάρτης υπάρχει.
Κατά τη δεκαετία εκείνη, πολλές χώρες αποκλείστηκαν από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και στη συνέχεια χρεοκόπησαν. Η κρίση αυτή, που σχεδόν γονάτισε το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, λύθηκε μόνο έπειτα από την αναδιάρθρωση των χρεών.
Παρόλο που οι δύο ήπειροι είναι πολύ διαφορετικές, γράφει ο Τζον Πολ Ράθμποουν στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, υπάρχουν ανάμεσα στις δύο καταστάσεις σημαντικές ομοιότητες.
Και στις δύο περιπτώσεις, τα χρέη ήταν σε ένα νόμισμα που οι δανειστές δεν ήλεγχαν. Στη Λατινική Αμερική ήταν το δολάριο. Στην Ευρώπη είναι το ευρώ. Δεύτερον, οι κρίσεις χρέους ακολούθησαν μια παρατεταμένη περίοδο εύκολου δανεισμού. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, άφθονα πετροδολάρια ανακυκλώνονταν σε δάνεια προς λατινοαμερικάνικες χώρες χωρίς πολλές φορές οι αμερικανικές τράπεζες να γνωρίζουν τι δανείζουν και σε ποιον. Τρίτον, και οι δύο κρίσεις συνέπεσαν με τη χειρότερη ύφεση από το 1929. Το 1981, ο διοικητής της Fed Πολ Βόλκερ αύξησε τα αμερικανικά επιτόκια στο 20%. Ένα χρόνο αργότερα, το Μεξικό ανακοίνωσε ότι είχε στερέψει από χρήματα και δεν μπορούσε να αποπληρώσει πλέον ένα εξωτερικό χρέος ύψους 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κατόπιν αυτού, ζήτησε ένα μορατόριουμ και βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η αντίστοιχη αφορμή σήμερα ήταν η κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, το 2008. Δύο χρόνια αργότερα, η Ελλάδα και η Ιρλανδία ζήτησαν επισήμως βοήθεια. Το τι θα γίνει στη συνέχεια είναι άγνωστο. Η λατινοαμερικανική εμπειρία, όμως, προσφέρει τρία μαθήματα.
1) Το 1982, η αρχική απάντηση στην κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής ήταν η έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη, που θα επέτρεπε στις χώρες να πληρώσουν το χρέος τους. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν χώρος για να το κάνουν, και αυτό ακριβώς τους έδωσε μια σειρά από πακέτα βοήθειας. Το 1985, πολλοί πίστεψαν ότι το πρόβλημα είχε λυθεί. Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια για να γίνει αντιληπτό ότι η μείωση των μισθών και η συρρίκνωση των οικονομιών ήταν ασυμβίβαστες με την αποπληρωμή των χρεών. Το 1987, η Βραζιλία ανακοίνωσε ότι σταματά να πληρώνει τους τόκους του χρέους της. Η απάντηση ήρθε δύο χρόνια μετά, με την αναδιάρθρωση του χρέους. Επρόκειτο για το «σχέδιο Μπρέιντι», που πήρε το όνομά του από τον τότε αμερικανό υπουργό Οικονομικών Νίκολας Μπρέιντι και περιλάμβανε από τη μια μεριά «κούρεμα» των δανείων κι από την άλλη μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Σε αντάλλαγμα, οι χώρες δεσμεύτηκαν να προχωρήσουν σε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων («συναίνεση της Ουάσινγκτον»). Πολλοί είπαν ότι το σχέδιο αυτό άργησε. Αν είχε έρθει νωρίτερα, η Λατινική Αμερική θα είχε αποφύγει μια «χαμένη δεκαετία». Όπως τότε όμως, έτσι και τώρα χρειάζεται ένα χρονικό διάστημα ώστε οι αγορές να συνειδητοποιήσουν το πρόβλημα και οι δανειστές να απορροφήσουν τη ζημιά από τη μείωση του χρέους.
2) Το μέγεθος του προβλήματος της ευρωζώνης είναι αντίστοιχο με εκείνο της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ’80. Το συνολικό χρέος της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας είναι σχεδόν 1,8 τρισεκατομμύρια ευρώ. Το άνοιγμα των ευρωπαϊκών τραπεζών σε προβληματικό χρέος της ευρωζώνης είναι έτσι περίπου διπλάσιο του κεφαλαίου τους – όπως ακριβώς είχε συμβεί με τις αμερικανικές τράπεζες κατά τη λατινοαμερικανική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση δεν μπορεί να γίνει άμεσα. Αν η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής αποτελεί έναν οδηγό, η κρίση στην ευρωζώνη θα διαρκέσει ακόμη πολύ.
3) Πώς θα ήταν ένα «σχέδιο Μπρέιντι» για την ευρωζώνη; Θα υπάρξει ασφαλώς ένα μενού διαφορετικών ομολόγων, ανάλογα με τις ανάγκες των πιστωτών. Το «κούρεμα» θα εξαρτάται από κάθε χώρα. Στη Λατινική Αμερική, μικρές χώρες όπως η Κοσταρίκα κέρδισαν μείωση του χρέους τους κατά 47%. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ουρουγουάη ήταν 20% και για το Μεξικό μόλις 12%. Το σημαντικότερο απ’όλα όμως ήταν ότι εκείνη η συμφωνία προσέφερε μακροοικονομική αξιοπιστία. Χρειάζονται, βέβαια, κι άλλα πράγματα, όπως ένα ευρω-ομόλογο, αντίστοιχο με τα ομόλογα που εξέδωσε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών τη δεκαετία του ’80. Προς το παρόν, η Γερμανία αντιστέκεται σε μια τέτοια προοπτική.