Τα μέλη του Euroworking Group προειδοποιούν ότι ελληνική οικονομία παραμένει υπό επιτήρηση, και έχει ακόμη αρκετό δρόμο να καλύψει
Η προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας από την κυβέρνηση φέρνοντας στην επικαιρότητα θέματα όπως οι μετεγγραφές ή οι παραιτήσεις βουλευτών, δεν κατάφερε να κρύψει κάτω από το χαλί τα προβλήματα της οικονομίας για τη χώρα.
Η πρόσφατη συνεδρίαση του Euroworking Group ήρθε να θυμίσει ότι η ελληνική οικονομία παραμένει υπό αυστηρή επιτήρηση και ότι οι «θεσμοί» εξακολουθούν να έχουν τον τελευταίο λόγο παρά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια.
Η τρέχουσα αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, που ορίζοντα έχει την έκθεση που αναμένονται για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας στο τέλος Φεβρουαρίου αλλά και το επόμενο Euroworking Group και την τελική γνώμη του Eurogroup της 11ης Μαρτίου, έχει δύο κρίσιμα επίδικα:
Το πρώτο είναι να εκτιμηθεί εάν η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει την απαραίτητη πρόοδο, έτσι ώστε να μπορέσει να προχωρήσει η ενεργοποιήσεων των ρυθμίσεων για το χρέος που συμφωνήθηκαν με το τέλος του «ελληνικού προγράμματος».
Το δεύτερο αφορά την πρώτη δόση επιστροφής κερδών των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες (ANFAs και SMPs), που μπορεί να φτάνουν και τα 600 εκατομμύρια ευρώ, ένα ποσό το οποίο η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται επειγόντως.
Ωστόσο, η τρέχουσα αξιολόγηση έχει αρκετά μέτωπα ανοιχτά.
Πρώτα από όλα, υπάρχει το ζήτημα του πώς θα αντιμετωπίσουν οι θεσμοί ορισμένες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Η περίπτωση με την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι από αυτή την άποψη πολύ χαρακτηριστική.
Παρότι η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν αναμενόμενη, εφόσον το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, όπως διαμορφώθηκε στην περίοδο των μνημονίων των επιτρέπει, όμως οι «θεσμοί» ανησυχούν μήπως η αύξηση 11% που αποφασίστηκε είναι πιο μεγάλη από τις αντοχές σημαντικού μέρους των επιχειρήσεων.
Αντίστοιχα, υπάρχει μεγάλη ανησυχία των «θεσμών» για την έκβαση των δικαστικών διεκδικήσεων για την καταβολή αναδρομικών σε συνταξιούχους και μισθωτούς γιατί θεωρούν ότι εκεί υπάρχει ο κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Από εκεί και πέρα, η αξιολόγηση αφορά τον κατάλογο 16 προαπαιτουμένων που είχαν τεθεί εδώ και μερικούς μήνες. Αυτά περιλαμβάνουν τους δημοσιονομικούς στόχους, την πλήρη στελέχωση της ΑΑΔΕ, την αντιμετώπιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τους ιδιώτες, την επέκταση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, η προώθηση των κεντρικών δημόσιων συμβάσεων στο χώρο της υγείας, οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, η πλήρης κατάργηση των capital controls, η προώθηση του ηλεκτρονικού συστήματος δικαιοσύνης, η στρατηγική για την πώληση του ποσοστού του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες, η επικαιροποίηση του κατώτατου μισθού, η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων στην ενέργεια, η προώθηση του business plan του Υπερταμείου, η μεταφορά του ΟΑΚΑ στο υπερταμείο, η ολοκλήρωση των διαγωνισμών που «τρέχει» το ΤΑΙΠΕΔ και τα βήματα με τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, με κεντρική αιχμή το θέμα των γενικών γραμματέων των υπουργείων.
«Κόκκινα δάνεια»
Όπως φαίνεται από τον κατάλογο αυτό μεγάλα και σημαντικά μέτωπα παραμένουν ανοιχτά και λίγα έχουν προχωρήσει. Ξεχωρίζουν εδώ τα ζητήματα των τραπεζών και των «κόκκινων δανείων» τα οποία παραμένουν μία από τις μεγαλύτερες ανοιχτές πληγές για την ελληνική οικονομία, καθώς όσο δεν επιλύονται δεν μπορεί να αποκατασταθεί και ο ρόλος των τραπεζών στην παροχή ρευστότητας.
Υπενθυμίζουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος υπολόγισε ότι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έφτανε στο β΄ τρίμηνο του 2018 τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ και το 42,3% των συνολικών ανοιγμάτων. Το ύψος αυτό σημαίνει ότι χωρίς μια γενναία μείωση τους είναι αδύνατο να μπορέσει να λειτουργήσει κανονικά το τραπεζικό σύστημα και την ίδια ώρα διακυβεύεται η ίδια του η βιωσιμότητα.
Την ίδια ώρα, όπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, τυχόν μη επίλυση του ζητήματος ενέχει τον κίνδυνο της καταφυγής στη λύση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Μόνο που αυτό, όπως γνωρίζουμε οδυνηρά, σημαίνει αναγκαστικά και νέο μνημόνιο, εάν για την κάλυψή των αναγκών υπάρξει καταφυγή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.
Ωστόσο, προς το παρόν υπάρχει καθυστέρηση ως προς την επιλογή του σχήματος με το οποίο θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ουσιαστικά ποια παραλλαγή bad bank θα προκριθεί, καθώς υπάρχουν δύο προτάσεις που έχουν κατατεθεί, αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος και αυτή του ΤΧΣ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει μη εξυπηρετούμενων δανείων ονομαστικής αξίας 40 δισ. ευρώ σε ένα «όχημα ειδικού σκοπού» (Special Purpose Vehicle –SPV). Το SPV θα εκδώσει και θα μεταφέρει στις τράπεζες ομόλογα ίσα με τη λογιστική αξία των δανείων που θα μεταφερθούν (20 δισ. ευρώ μετά την αφαίρεση των προβλέψεων). Παράλληλα, θα ενεργοποιηθεί αναβαλλόμενος φόρος ύψους 7,5 δισ. ευρώ, που θα χρησιμοποιηθεί ως εγγυήσεις στο SPV έτσι ώστε τα «κόκκινα» δάνεια να φύγουν από τις τράπεζες και να εκδοθούν έναντι αυτών ομόλογα που θα πουληθούν σε ιδιώτες επενδυτές.
Το ΤΧΣ έχει προτείνει τη μεταφορά 15-20 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων σε Εταιρείες Ειδικού Σκοπού (Asset Protection Schemes), που θα συστήσουν οι τράπεζες. Τα δάνεια θα τιτλοποιηθούν για να πουληθούν σε επενδυτές, συνοδευόμενα από κρατικές εγγυήσεις. Το Δημόσιο θα εγγυάται το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς μεταξύ των προβλέψεων που καλύπτουν τα δάνεια και της τιμής αγοράς στην οποία θα αγοραστούν, έτσι ώστε να περιοριστεί η ζημία για τις τράπεζες.
Το σχέδιο της ΤτΕ είναι πιο περίπλοκο αλλά εγγυάται το «ξεφόρτωμα» μεγαλύτερου όγκου δανείων. Το σχέδιο του ΤΧΣ αφορά μικρότερο όγκο αλλά πατάει πάνω στο μοντέλο κρατικών εγγυήσεων που ακολουθήθηκε στην Ιταλία.
Προς το παρόν το υπουργείο Οικονομικών συμφώνησε με τους θεσμούς να προταθούν και τα δύο σχέδια στη Γενική Διεύθυνση ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Comp), καθώς εκτιμάται ότι μπορούν να αποτελέσουν και συμπληρωματικά εργαλεία.