“Μην περιμένουμε θαύματα”
“Oι βασικές μεταβλητές της ελληνικής οικονομίας είναι προς τη θετική κατεύθυνση. Έχουμε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης, αύξηση της απασχόλησης, μείωση της ανεργίας κλπ. αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα” τόνισε στον RealFm 97,8 ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Όπως είπε ο κ. Κουτεντάκης, “το ουσιαστικό είναι ότι η θετική κατεύθυνση δεν μας προεξοφλεί ότι θα μείνουμε πάντα σε μια τέτοια πορεία. Η αποκατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα πάρει κάποια χρόνια. Μην περιμένουμε θαύματα από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλά όντως κινούμαστε σε σωστή κατεύθυνση. Υπάρχουν και στο άμεσο και τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα κάποιες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και από την σημερινή ή την επόμενη κυβέρνηση με προσοχή”.
“Το άμεσο για να λυθεί” σύμφωνα με τον ίδιο, “είναι η διαδικασία της αξιολόγησης σχετικά με την έγκριση της εκταμίευσης των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων. Πρέπει να ολοκληρωθούν κάποια προαπαιτούμενα για να γίνει αυτό και πρέπει να κλείσει επιτυχώς”.
“Γιατί σε διαφορετική περίπτωση, όπως διευκρινίζει ο κ. Κουτεντάκης “αφενός θα χαθούν ποσά διόλου ευκαταφρόνητα από το δημόσιο Ταμείο και αφετέρου και πιο σημαντικό είναι ότι θα σταλεί ένα αρνητικό μήνυμα σχετικά με την παραμονή της ελληνικής οικονομίας σε έναν δρόμο υπεύθυνης πολιτικής. Στη φάση αυτή η διατήρηση της ομαλότητας και των θετικών προσδοκιών είναι κρίσιμη”.
Σχετικά με τις ρυθμίσεις οφειλών, ο κ. Κουτεντάκης υποστήριξε ότι “ένα νέο ρύθμισης των οφειλών των νοικοκυριών είτε προς το Δημόσιο ή προς τράπεζες είναι σίγουρο ότι θα ανακουφίσει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού ή τουλάχιστον θα δώσει την ευκαιρία ρύθμισης και τακτοποίησης των υποχρεώσεών τους ώστε να ξαναμπούν στην παραγωγική διαδικασία με σκοπό να ανακάμψουν. Το κρίσιμο είναι κατά πόσο τέτοιου είδους ρυθμίσεις θα έχουν τέτοια κριτήρια και κανόνες ώστε να μην στρεβλώνουν τα κίνητρα των ανθρώπων δηλ. να μην ευνοούν εκείνους που ενώ δεν έχουν πρόβλημα δεν πληρώνουν αλλά και να μην αποκλείουν εκείνους που έχουν πραγματική ανάγκη”.
Αναφορικά με την επιδοματική πολιτική και το κατά πόσο αυτή είναι αναπτυξιακή ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής είπε το εξής:
“Επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι και δημιουργείται ένας πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος και ανοίγει εκ των πραγμάτων ένα ζήτημα σχετικά με το πώς θα αξιοποιηθεί αυτός και υπάρχουν δύο επιλογές: η μία είναι να αξιοποιηθεί με μείωση της φορολογίας και η άλλη με αύξηση των δαπανών. Η επιλογή από εδώ και πέρα για το πώς θα αξιοποιηθεί ο δημοσιονομικός χώρος είναι πολιτική επιλογή. Η δική μου γνώμη είναι ότι και τα δύο χρειάζονται. Σίγουρα και η φορολογία χρειάζεται να μειωθεί σε κάποιες περιπτώσεις για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα, από την άλλη και κάποιες επιδοματικές πολιτικές θα πρέπει να υπάρχουν και να ενισχύονται ακριβώς γιατί μετά από τόσα χρόνια κρίσης μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει μείνει απροστάτευτο. Σκοπός των επιδομάτων δεν είναι η ανάπτυξη αλλά η προστασία κάποιων ευάλωτων ομάδων. Μην υποβαθμίζουμε τη σημασία των επιδομάτων”.
Για την υπερφορολόγηση ο κ. Κουτεντάκης είπε ότι “το θέμα της φορολόγησης πρέπει να το δούμε ως σχετική έννοια. Το φορολογικό βάρος στην ελληνική οικονομία εξαρτάται με τι θα το συγκρίνει κανείς. Αν το συγκρίνει με το παρελθόν δηλ. με το τι συνέβαινε πριν από την κρίση, τότε έχει αυξηθεί δραματικά σαν ποσοστό επί των εισοδημάτων. Αν το συγκρίνει με το τι ισχύει στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης είμαστε λίγο πάνω, λίγο κάτω από τον μέσο όρο. Όταν μιλάμε για υπερφορολόγηση κατανοούμε ότι υπάρχει μια άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους. Υπερφορολογούνται κάποιοι έναντι άλλων. Η διαφορά με άλλες χώρες είναι ότι όλη αυτή η αύξηση του φορολογικού βάρους είναι ότι έγινε και μέσα σε συνθήκες πολύ μεγάλης ύφεσης”.