Λογαριασμούς φοροφυγάδων και οφειλετών του Δημοσίου θα αναζητά με την εφαρμογή νέων αλγορίθμων η εφορία από τις 4 Μαρτίου, σαρώνοντας τα αρχεία των τραπεζών και του «Τειρεσία».
Οι νέοι αλγόριθμοι κοινοποιήθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες με απόφαση (Α 1055/19) της υφυπουργού Οικονομικών Αικατερίνης Παπανάτσιου και παρέχουν τη δυνατότητα στους χρήστες του Συστήματος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών, να αναζητούν ευκολότερα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των «καταζητούμενων» φορολογουμένων.
Το Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών είναι συνδεμένο με τα αρχεία των τραπεζών ώστε να αναζητούνται και βρίσκονται εύκολα οι τραπεζικοί λογαριασμοί καταθέσεων, τα δάνεια και οι θυρίδες όσων φοροδιαφεύγουν και πρέπει να τους επιβληθούν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπει νόμος (δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων και ακινήτων), καθώς και όσων έχουν χρέη προς το Δημόσιο, αλλά δεν τα τακτοποιούν.
Οι υπάλληλοι της ΑΑΔΕ θα σκανάρουν μέσω της εφαρμογής αυτής, όλες τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις του φοροφυγά ή του οφειλέτη, με ταυτοποίηση του ΑΦΜ και συγκεκριμένα:
1 = Καταθετικός πρώτης ζήτησης
2 = Καταθετικός προθεσμιακός
3 = Χορηγητικός
4 = Επενδυτικός
5 = Άλλος
7 = Τραπεζική θυρίδα
9 = Λογαριασμός Πληρωμών»
Εφόσον βρεθεί λογαριασμός ή λογαριασμοί ζητείται από την τράπεζα να απαντήσει για συγκεκριμένο Α.Φ.Μ. Φυσικού ή Νομικού Προσώπου ή Νομικής Οντότητας για συγκεκριμένο λογαριασμό πληρωμής και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο για το σύνολο των συναλλαγών του συγκεκριμένου λογαριασμού πληρωμής, οι οποίες επηρεάζουν το λογιστικό υπόλοιπο του λογαριασμού.
Ως ημερομηνία έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας του νέου πλαισίου των αναζητήσεων, ορίζεται η 4η Μαρτίου 2019.
Τι γίνεται μετά
Εφόσον με βάση τον ΑΦΜ εντοπιστούν τραπεζικοί λογαριασμοί με χρήματα ή θυρίδες, τότε αν είναι φοροφυγάς ο «καταζητούμενος» του δεσμεύονται καταθέσεις και θυρίδες, ενώ αν είναι οφειλέτης του κατάσχεται το ποσό της οφειλής.
Σε ότι αφορά στον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών οι φοροελεγκτές βάζουν στο στόχαστρο που έχουν «περίεργες» κινήσεις στους λογαριασμούς τους και αναζητούν την αιτιολογία για κάθε ένα ποσό που εμφανίζεται στο Ηλεκτρονικό Αρχείο.
Κατόπιν επιχειρεί να συσχετιστεί με συγκεκριμένη πράξη των βιβλίων του φορολογούμενου, (π.χ. σύμβαση, τιμολόγιο), ή του εισοδήματος (π.χ. είσπραξη ενοικίου).
Αν δεν προκύπτουν από τα δεδομένα των βιβλίων τα ποσά που ανευρίσκονται στους λογαριασμούς, τότε ζητούνται διευκρινίσεις από τον ελεγχόμενο.
Πιο συγκεκριμένα, οι παράμετροι του φορολογικού ελέγχου μέσω των τραπεζικών καταθέσεων είναι οι ακόλουθες:
Τα ποσά για τα οποία δεν αποδεικνύεται η προέλευσή τους θεωρούνται προϊόν φοροδιαφυγής ή ύποπτα προς διερεύνηση εάν δεν δικαιολογούνται από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ή δηλωθέντα εισοδήματα, εκτός και αν προκύπτουν από μη αναλωθέντα εισοδήματα προηγουμένων οικονομικών ετών. Δηλαδή στον λογαριασμό κάποιου φορολογούμενου εντοπίζονται 500.000 ευρώ, το 2013, ενώ τα δηλωθέντα εισοδήματα είναι 20.000 ευρώ το χρόνο. Εάν αποδείξει ότι το ποσό προέρχεται από δηλωθέντα εισοδήματα των προηγουμένων οικονομικών ετών, τότε δεν έχει πρόβλημα. Διαφορετικά θα του καταλογιστεί πρόσθετος φόρος.
Δεν θεωρείται ύποπτη η πίστωση σε λογαριασμό χρηματικού ποσού του οποίου η προέλευση είναι εμφανής, π.χ. από πώληση ακινήτου ή μετοχών κ.λπ. Αυτό ισχύει ακόμα και αν ατό το ποσό δεν έχει συμπεριληφθεί στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καταλογισμός του φόρου γίνεται αναλόγως του είδους του εισοδήματος (π.χ. από ακίνητα, από κεφάλαιο κ.λπ.).
Δεν υπάρχει πρόβλημα όταν η πίστωση ενός τραπεζικού λογαριασμού προέρχεται από χρέωση άλλου τραπεζικού λογαριασμού του ίδιου φορολογούμενου. Προϋπόθεση βέβαια είναι το ποσό που βρισκόταν στον λογαριασμό προέλευσης να είναι δικαιολογημένο. Δεν εξετάζεται επίσης ο χρόνος που μεσολάβησε από την ανάληψη από τον ένα λογαριασμό και την κατάθεση στον άλλον λογαριασμό.
Ο ελεγχόμενος μπορεί να μην προσκομίσει στοιχεία για τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, εάν έχει παρέλθει ο χρόνος εντός του οποίου υποχρεούται να διατηρεί τα έντυπα στοιχεία της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών. Ωστόσο εάν η φορολογική αρχή, έχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι υπάρχει φοροδιαφυγή, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Επίσης, αν η απόκτηση χρηματικού ποσού προέρχεται από φορολογικά έτη στα οποία δεν επιτρέπεται η επέκταση του ελέγχου (προ του 2012) οι σχετικές πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες.