Έρευνα για τα εισοδήματα μετά από 20 χρόνια στο ευρώ
Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι από την κυκλοφορία του ευρώ, στα εικοστά γενέθλια του ενιαίου νομίσματος. Γερμανία και Ολλανδία έχουν ωφεληθεί περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια. Τι έδειξε μελέτη γερμανικού think tank για την Ελλάδα.
Με το ευρώ να γιορτάζει 20 χρόνια φέτος από την κυκλοφορία του, μία νέα μελέτη γερμανικού think tank, που δημοσιεύει το Reuters, παρουσιάζει τη Γερμανία και την Ολλανδία ως τις χώρες που έχουν ωφεληθεί περισσότερο.
Η έρευνα από το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής δείχνει ότι τα κράτη που ήταν τα πιο αφοσιωμένα στη δημοσιονομική πειθαρχία και πιο επικριτικά όσον αφορά τη διάσωση των χρεωμένων χωρών της περιφέρειας, είχαν τα μεγαλύτερα οφέλη.
Η μελέτη παρουσιάζει πώς θα αναπτυσσόταν η οικονομική παραγωγή σε οκτώ χώρες της ευρωζώνης, εάν δεν είχαν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, συγκρίνοντας το μονοπάτι ανάπτυξής τους με αυτό των οικονομιών, που δεν είναι στο ευρώ και που είχαν παρόμοιες τάσεις ανάπτυξης.
Από το 1999 που κυκλοφόρησε το ενιαίο νόμισμα μέχρι σήμερα και για όλη αυτή την περίοδο, οι Γερμανοί έγιναν κατά μέσο όρο πιο πλούσιοι κατά 23.000 ευρώ, από ότι εάν δεν ήταν στην ευρωζώνη, ενώ οι Ολλανδοί κατά 21.000. Σε αντίθεση, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι έγιναν πιο φτωχοί κατά €74.000 και €56.000 αντιστοίχως.
Τα περισσότερα μέλη της ευρωζώνης είχαν περιόδους κατά τις οποίες η νομισματική ένωση ήταν καθαρά θετική, αλλά υπερτέρησαν οι περίοδοι στις οποίες η ανάπτυξη ήταν συγκρατημένη. Η Ελλάδα ήταν εν μέρει μία εξαίρεση.
«Στα πρώτα χρόνια μετά την εισαγωγή του, η Ελλάδα κέρδισε πολύ από το ευρώ, αλλά από το 2011 έχει μεγάλες απώλειες», σημειώνουν οι συντάκτες της έρευνας: Συνολικά, κάθε Έλληνας έγινε πιο πλούσιος κατά 190 ευρώ, από ότι θα γινόταν διαφορετικά – εάν η χώρα δεν ήταν στην ευρωζώνη.
Καθώς δεν μπορούν πλέον να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους υποτιμώντας τα νομίσματά τους, οι χώρες που έχασαν θα πρέπει να διπλασιάσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τους, συμπεραίνουν οι συντάκτες.
«Από το 2011, το ευρώ είχε ως αποτέλεσμα μείωση της ευημερίας. Οι απώλειες έφτασαν στην κορύφωσή τους το 2014. Από τότε, αυτές υποχωρούν σταδιακά». «Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν, ανταπέδωσαν», σημειώνεται χαρακτηριστικά.