H ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με βραδύτερους του στόχου ρυθμούς το τέταρτο τρίμηνο του 2018 (1,9% έναντι στόχου για 2,1%), ενώ στο σύνολο του 2018 η ανάκαμψη βασίστηκε κυρίως στις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση) και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία), οι οποίες παρουσίασαν άνοδο κατά +8,4% και +9% αντίστοιχα, συμβάλλοντας κατά +1,5 π.μ. και +1,3 π.μ. αντίστοιχα στην αύξηση του ΑΕΠ, και στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία ενισχύθηκε κατά +1,1%, συμβάλλοντας κατά +0,8 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ.
Η εικόνα για τις επενδύσεις από την άλλη ήταν απογοητευτική. Στις κατασκευές μειώθηκαν κατά -22,9%, ενώ οι συνολικές επενδύσεις σε πάγια ήταν μειωμένες κατά 12,2%.
Η παραπάνω εικόνα επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις για αδύναμη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, ενώ η προεκλογική αβεβαιότητα κρατάει σε στάση αναμονής τις επενδύσεις, την ώρα που οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την εξωτερική ζήτηση αυξάνονται, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης του παγκόσμιου εμπορίου, σχολιάζει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο του για την οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον οίκο Moody’s κατά 2 βαθμίδες (σε Β1 από Β3) αποτελεί θετική εξέλιξη. Την ίδια ώρα, η άντληση από τις διεθνείς αγορές ποσού €2,5 δισ. με την έκδοση 10ετούς ομολόγου με επιτόκιο 3,9%, αποτυπώνει την πεποίθηση των αγορών, όπως εκφράζεται από θεσμικούς επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα δράσης, ότι η χώρα βρίσκεται ουσιαστικά σε καλή πορεία. Η εικόνα αυτή είναι σε γενικές γραμμές συμβατή με τα όσα περιγράφουν δυο πρόσφατες εκθέσεις της Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκαν, η μια στα πλαίσια της «Ενισχυμένης Εποπτείας» και η άλλη στα πλαίσια του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου».
Ειδικά η έκθεση της «Ενισχυμένης Εποπτείας» θα συνεισφέρει στη λήψη απόφασης ως προς τη συμφωνημένη εφαρμογή ορισμένων εκ των μέτρων απομείωσης του χρέους που σε αυτό το στάδιο εκτιμώνται από την έκθεση στο ύψος των 970 εκατ. Τα μέτρα αυτά –που αναβλήθηκαν σύμφωνα με απόφαση του Eurogroup Μαρτίου, για το επόμενο Euroworking Group του Απριλίου ή έως την ολοκλήρωση των εκκρεμών μεταρρυθμίσεων της 2ης αξιολόγησης–, αποτελούνται από μια ετήσια μείωση των δαπανών για τόκους του κράτους κατά 220 εκατ. και την εκταμίευση των 6μηνιαίων ποσών (640 εκατ/ 6μηνο) από τα κέρδη που έχουν αποκομίσει οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης μέσω των Ελληνικών ομολόγων που διακρατούν.
Η έκθεση αυτή καταγράφει την – κατά περίπτωση σημαντική – πρόοδο που έχει κάνει η χώρα σε διαρθρωτικά και άλλα ζητήματα. Τονίζει βέβαια και υστερήσεις και καταγράφει ανησυχίες, όπως ενδεικτικά για τις δυνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα κόστους λόγω της αύξησης κατά σχεδόν 11% του κατώτατου μισθού και των επιπλέον αυξήσεων που ενδέχεται να προκύψουν μέσω της υποχρεωτικής διαιτησίας και των αποφάσεων επέκτασης (η απόφαση για επαναενεργοποίηση των τριετιών εκδόθηκε μετά την έκθεση).
Υπάρχουν επίσης ειδικά θέματα που αναφέρονται ως προϋποθέσεις για την επίτευξη συμφωνίας επί της δεύτερης αξιολόγησης της χώρας στα πλαίσια της «ενισχυμένης εποπτείας». Αυτές αφορούν θέματα αναδιάρθρωσης της ΔΕΠΑ, την επίλυση των ζητημάτων που έχουν ανακύψει στην ΕΓΝΑΤΙΑ οδό (θέματα σταθμών διοδίων), τον ορισμό αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου και πλήρωσης θέσης του Γενικού Συμβουλίου του ΤΧΣ, την επίτευξη συμφωνίας για την προστασία της πρώτης κατοικίας και την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τη στελέχωση της ΑΑΔΕ καθώς και την επίτευξη συμφωνίας για τα επόμενα βήματα μετά τη μη πώληση των λιγνητικών μονάδων της ΔΕΗ.
Πέρα από την καταγραφή προόδου σε αρκετά σημεία και υστερήσεων σε άλλα σημεία αξίζει να τονιστεί ότι το 2019, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της χώρας, παραμένουν σε αρχικό επίπεδο δράσεων, μη ολοκληρωμένης εφαρμογής ή ακόμα και σε επίπεδο διαπιστώσεων τα ακόλουθα κρίσιμα για το μέλλον της χώρας ζητήματα:
α) Η τήρηση των αρχών της «καλής νομοθέτησης»,
β) η υλοποίηση ενός συνεκτικού σχεδίου δράσης κατά της διαφθοράς,
γ) η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και η καλύτερη διασύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος και των ερευνητικών πανεπιστημίων με την αγορά,
δ) η αξιολόγηση του χρόνιου αποκλεισμού από την Ενιαία Αγορά Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών που προκαλεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός της Ενιαίας Αγοράς και
ε) το γεγονός ότι η μεταποιητική βάση της χώρας, που θα οδηγούσε κατά το πρώτο μνημόνιο «σε ανάκαμψη μέσω εξαγωγών», παραμένει σχετικά αδύναμη.
Επίσης, οι εκθέσεις καλούν για πιο αποφασιστική προστασία της δημοσιονομικής σταθερότητας, αναγνωρίζουν το πρόβλημα που δημιουργεί η υπερφορολόγηση και προτείνουν μηχανισμούς που θα επιφορτιστούν με τον εντοπισμό και την υλοποίηση νέων χρήσιμων μεταρρυθμίσεων αλλά και έργων υποδομών, καταλήγει ο ΣΕΒ.