Παρότι το ΑΕΠ της χώρας κινήθηκε ανοδικά το 2018, υπάρχουν ρίσκα στη μεσομακροπρόθεσμη περίοδο λόγω επενδύσεων παγίων, παραγωγικότητας και δημογραφικού, επισημαίνει η Eurobank στην ανάλυσή της “7 Ημέρες Οικονομία”.
Όπως σημειώνει η Eurobank, την προηγούμενη Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) δημοσίευσε τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς για το τέταρτο τρίμηνο 2018 και την πρώτη εκτίμηση για τους ετήσιους εθνικούς λογαριασμούς του 2018 (η δημοσίευση των λογαριασμών του πρώτου τριμήνου 2019 είναι προγραμματισμένη για τις 4 Ιουνίου 2019).
Με βάση τα στοιχεία, ο ρυθμός μεταβολής της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα παρουσίασε επιβράδυνση το τέταρτο τρίμηνο 2018. Αναλυτικά, ο τριμηνιαίος πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης (δηλαδή η μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο 2018 σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο 2018), έπειτα από εννέα συνεχή τρίμηνα με θετικό πρόσημο, διαμορφώθηκε στο -0,1% από 1% το τρίτο τρίμηνο 2018.
Επιπρόσθετα, ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης (δηλαδή η μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο 2018 σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο 2017) μειώθηκε στο 1,6% από 2,1% το προηγούμενο τρίμηνο.
Πιο συγκεκριμένα, για το σύνολο του έτους 2018, το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδος ανήλθε στα 184,7 δισ. ευρώ από 180,2 δισ. ευρώ το 2017 (αύξηση 4,5 δισ. ευρώ ή 2,5% από 3,7 δισ. ευρώ ή 2,1% το προηγούμενο έτος). Τα μερίδια των επί μέρους συνιστωσών του ΑΕΠ -προσέγγιση δαπάνης- διαμορφώθηκαν ως ακολούθως: ιδιωτική κατανάλωση 68% (53,8% στην Ευρωζώνη), δημόσια κατανάλωση 19,1% (20,3% στην Ευρωζώνη), επένδυση παγίων 11,1% (20,9% στην Ευρωζώνη), εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών 36,1% (47,8% στην Ευρωζώνη) και εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών 36,4% (43,4% στην Ευρωζώνη).
Όπως σημειώνει, λοιπόν, η Eurobank, σε πραγματικούς όρους, αν βγάλουμε από την εξίσωση την επίδραση του πληθωρισμού, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ενισχύθηκε στο 1,9% το 2018 από 1,5% το 2017.
Η Eurobank τονίζει, δε, ότι για δεύτερη συνεχή χρονιά, η επίσημη εκτίμηση του Τομέα Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της τράπεζας (Eurobank Research) για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, ήταν σχεδόν ίση με τον πραγματοποιηθέντα ρυθμό (2017: 1,6% vs 1,5% και 2018: 1,8% vs 1,9%).
Σύμφωνα με την τράπεζα, αυτή ήταν η πρώτη φορά από το 2007, που το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση για δεύτερη συνεχή χρονιά και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Το εν λόγω ποιοτικό αποτέλεσμα δύναται να θεωρηθεί ως ένα ακόμα βήμα εξόδου της ελληνικής οικονομίας από τη στασιμότητα των τελευταίων ετών. Ωστόσο, η Eurobank προσθέτει ότι η πραγματική μεγέθυνση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά 1,9% το 2018 -όπως αυτή διαμορφώνεται από την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ- αποδεικνύεται μικρότερη από τον επίσημο στόχο του 2,1% (Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2019, Νοέμβριος 2018), πόσο μάλλον σε σχέση με τον στόχο του 2,5% που είχε τεθεί το 2017 (Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2018, Νοέμβριος 2017).
Συνεπώς, όπως συνέβη και τα προηγούμενα χρόνια, η μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδος το 2018 είναι πολύ πιθανόν να χαρακτηριστεί από υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων, υψηλότερη πτώση του ποσοστού ανεργίας από τον προβλεπόμενο ρυθμό και μικρότερη μεγέθυνση σε σύγκριση με τους επίσημους στόχους, επισημαίνει η Eurobank.
Παράλληλα, η τράπεζα σημειώνει ότι ο εξωτερικός τομέας της ελληνικής οικονομίας είχε την υψηλότερη θετική συμβολή στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2018. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ενισχύθηκαν κατά 8,7% από 6,8% το 2017 με τον τομέα των αγαθών (πετρελαιοειδή, τρόφιμα, βιομηχανικά και χημικά προϊόντα) να εμφανίζει ελαφρώς υψηλότερη συνεισφορά από εκείνον των υπηρεσιών (τουρισμός και μεταφορές), ενώ η ιδιωτική κατανάλωση, στηριζόμενη κυρίως στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων λόγω ανόδου της απασχόλησης, παρέμεινε σε πορεία ήπιας ανάκαμψης, καταγράφοντας ετήσια μεταβολή της τάξης του 1,1% από 0,9% το 2017.
Παρά ταύτα, σύμφωνα με τη Eurobank, ο συνεχής αρνητικός ρυθμός αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών αποτελεί ένα ρίσκο για την περαιτέρω αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο μέλλον (σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων, στο διάστημα από το πρώτο τρίμηνο 2018 μέχρι το τρίτο τρίμηνο 2018, η αρνητική αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών εμφανίζει αποκλιμάκωση σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα το 2017, από -7,1 στα -5,4 δισ. ευρώ).
Σε ό,τι αφορά τις συνιστώσες της δαπάνης που είχαν αρνητική συνεισφορά στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2018, τα στοιχεία είχαν ως ακολούθως: οι επενδύσεις παγίων αποτέλεσαν τον αρνητικό πρωταγωνιστή. Αναλυτικά, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, έπειτα από 3 χρόνια συνεχούς ανοδικής πορείας με επιταχυνόμενο ρυθμό (0,7%, 4,7% και 9,1% για τα έτη 2015, 2016 και 2017 αντίστοιχα), συρρικνώθηκε απότομα κατά -12,2% το 2018, με τη μέση ετήσια μεταβολή της περιόδου 2014-2018 να διαμορφώνεται πλέον στον οριακά θετικό ρυθμό του 0,6% (σωρευτική αύξηση των συνολικών επενδύσεων παγίων μόλις κατά 1,0% σε σύγκριση με το 2014).
Η πτώση των επενδύσεων παγίων προήλθε από δύο κατηγορίες κεφαλαιουχικών αγαθών. Στη μεν κατηγορία των κατασκευών πλην κατοικιών σημειώθηκε συρρίκνωση -22,9% (από αύξηση 1,2% το 2017), στη δε κατηγορία του μεταφορικού εξοπλισμού (κυρίως πλοία) και οπλικών συστημάτων μείωση -43,5% (από ενίσχυση 50,9% το 2017). Με εξαίρεση τα κεφαλαιουχικά προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (οριακή μείωση -0,1%), σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες επενδυτικών αγαθών καταγράφηκε υψηλή αύξηση το 2018 (π.χ. κατοικίες 17,2%, εξοπλισμός τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας 16,8% και μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα 15,9%).
Τέλος, η πτώση της δημόσιας κατανάλωσης -για 9η φορά τα τελευταία 11 χρόνια- κατά -2,5% (από -0,4% το 2017) και η αύξηση των εισαγωγών κατά 4,2% (από 7,1% το 2017) είχαν αρνητική συνεισφορά στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης το 2018.
Βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων, αποδεικνύεται ότι ο εξωτερικός τομέας της ελληνικής οικονομίας αποτέλεσε τον βασικό μοχλό ενίσχυσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2018, με την εγχώρια ζήτηση να ακολουθεί με αρκετά χαμηλότερη θετική συμβολή.
Επιπλέον, η Eurobank τονίζει ότι η απασχόληση είχε τη μεγαλύτερη θετική συνεισφορά στην άνοδο του πραγματικού ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας το 2018. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία των εθνικών λογαριασμών, ο αριθμός των απασχολούμενων αυξήθηκε κατά 1,7% (από 1,5% το 2018), οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο παρέμειναν σχεδόν στάσιμες και η παραγωγικότητα της εργασίας, έπειτα από 3 χρόνια συνεχούς πτώσης (-1,6%, -0,6% και -0,9% το 2015, 2016 και 2017 αντίστοιχα) σημείωσε οριακή αύξηση της τάξης του 0,2%.
Ωστόσο, η τράπεζα σημειώνει ότι η ισχνή επίδοση της Ελλάδος σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας (η συνεχής μείωση των επενδύσεων επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα της εργασίας μέσω της πτώσης του φυσικού κεφαλαίου), παράλληλα με την προβλεπόμενη επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης στο μέλλον, πρώτο λόγω μείωσης του παραγωγικού κενού και δεύτερον λόγω δημογραφικών παραγόντων, συνθέτουν σημαντικά ρίσκα για τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Κλειδί για να αντιμετωπιστούν τα εν λόγω ρίσκα είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων (αγορές αγαθών, δημόσιος τομέας κ.α) και η υιοθέτηση μακροπρόθεσμης στρατηγικής, για την αντιστροφή των ροών μετανάστευσης ανθρώπινου δυναμικού υψηλού ανθρώπινου κεφαλαίου προς την αλλοδαπή και για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γήρανσης του πληθυσμού.