Ανασφάλεια και μάλιστα έντονη έχουν οι Έλληνες σε ότι αφορά τα οικονομικά τους αφού θεωρούν πως δύσκολα θα ανταπεξέλθουν την επόμενη ημέρα.
Αυτό καταγράφεται από την έρευνα που διενέργησε ο ΟΟΣΑ.
Πιο συγκεκριμένα, τη δυσκολία να καλύψουν τις δαπάνες τους θεωρούν οι Έλληνες ως τον σημαντικότερο βραχυπρόθεσμο κίνδυνο, ενώ μακροπρόθεσμα θεωρούν ως μεγαλύτερο κίνδυνο την οικονομική ασφάλειά τους στα γηρατειά, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ σε 21 χώρες -μέλη του για τους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους που αισθάνονται οι πολίτες τους (Risks that matter).
Η έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης έγινε το 2018 σε δείγμα 22.000 πολιτών.
Το 70,5% των Ελλήνων θεωρούν τη δυσκολία να καλύψουν τις δαπάνες τους ως έναν από τους τρεις μεγαλύτερους βραχυπρόθεσμους (για τα επόμενα 1-2 χρόνια) κινδύνους για τους ίδιους ή τις οικογένειές τους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ διαμορφώνεται στο 47,3%.
Οι δύο άλλοι μεγαλύτεροι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι που αισθάνονται οι Έλληνες είναι η ασθένεια ή η αναπηρία τους (46,1% έναντι 54% κατά μέσο όρο στις 21 χώρες) και η απώλεια της εργασίας τους (42,4% έναντι μέσου όρου 35,5%). Ακολουθεί ο κίνδυνος από τη βία ή το έγκλημα (33% έναντι μέσου όρου 34%).
Πολύ χαμηλότερα είναι τα ποσοστά που αναφέρθηκαν για τον κίνδυνο ανεπαρκούς κατοικίας (20,3% έναντι μέσου όρου 27,5%), πρόσβασης σε φροντίδα ή εκπαίδευση των παιδιών (28,2% έναντι μέσου όρου 15,8%) και πρόσβασης σε μακροπρόθεσμη περίθαλψη (20,3% έναντι 26,3%).
Σε 21 χώρες
Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι πολίτες των 21 χωρών ανησυχούν για τις συντάξεις τους. Για το 77% των Ελλήνων, η οικονομική ασφάλεια στα γηρατειά αποτελεί έναν από τους τρεις μεγαλύτερους μακροπρόθεσμους (πέραν της επόμενης δεκαετίας) κινδύνους για τους ίδιους ή τις οικογένειές τους. Πολύ υψηλό είναι και το μέσο ποσοστό στις 21 χώρες (72,1%). Οι άλλοι δύο μεγαλύτεροι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι για τους Έλληνες είναι να μην αποκτήσουν τα παιδιά τους στάτους και ευημερία (62,1% έναντι μέσου όρου 43,5%) και να μην αποκτήσουν οι ίδιοι στάτους και ευημερία (50,9% που είναι επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό έναντι μέσου όρου 42,2%).
Στις περισσότερες χώρες, πολλοί από τους ερωτηθέντες αισθάνονται ότι οι κυβερνήσεις δεν λαμβάνουν όπως πρέπει υπόψη τις απόψεις τους κατά τη διαμόρφωση των κοινωνικών παροχών. Το 70% των Ελλήνων διαφωνούν με την άποψη ότι «η κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των πολιτών κατά τον σχεδιασμό/μεταρρύθμιση των κοινωνικών παροχών», έναντι μέσου όρου 61,1% στις 21 χώρες που έγινε η έρευνα. Το 73,2% διαφωνούν με την άποψη ότι «θα μπορούσαν να έχουν εύκολα πρόσβαση σε δημόσιες παροχές, αν τις χρειάζονταν» έναντι 55,9% που είναι ο μέσος όρος.
Η πλειονότητα των πολιτών στις 21 χώρες θεωρούν ότι δεν λαμβάνουν τις παροχές που θα έπρεπε, με δεδομένο το ύψος των φόρων που πληρώνουν. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 82,1% έναντι μέσου όρου 58,5%. Παράλληλα, πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι άλλοι λαμβάνουν παροχές χωρίς να τις αξίζουν. Το ποσοστό των Ελλήνων που έχουν την άποψη αυτή ανέρχεται στο 77,8% έναντι 66,6% που είναι το μέσο ποσοστό. Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων στις 21 χώρες τάσσονται υπέρ της υψηλότερης φορολογίας των πλουσίων για να στηριχθούν οι φτωχοί. Το 79,4% των Ελλήνων συμφωνούν με την άποψη αυτή έναντι μέσου όρου 67,8%.
Καμπανάκι
«Αυτή (η έρευνα) είναι καμπανάκι για τους διαμορφωτές της πολιτικής», ανέφερε σε δήλωσή του ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, ‘Ανχελ Γκουρία, προσθέτοντας: «Οι χώρες του ΟΟΣΑ έχουν ορισμένα από τα πιο αναπτυγμένα και γενναιόδωρα συστήματα κοινωνικής προστασίας στον κόσμο. Δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο από το ένα πέμπτο του ΑΕΠ τους σε κοινωνικές πολιτικές. Ωστόσο, πολλοί πολίτες αισθάνονται ότι δεν μπορούν να στηριχθούν πλήρως στις κυβερνήσεις τους, όταν χρειάζονται βοήθεια. Μία καλύτερη κατανόηση των παραγόντων που καθοδηγούν την αντίληψη αυτή και τού γιατί οι πολίτες αισθάνονται ότι δυσκολεύονται, είναι σημαντική, για να γίνει πιο αποτελεσματική και αποδοτική η κοινωνική προστασία. Πρέπει να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη στο κράτος και να προωθήσουμε ίσες ευκαιρίες».