H συνεισφορά των ελληνικών εξαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο παραμένει καθηλωμένη στο 0,18% για δεκαετίες, τονίζει ο ΣΕΒ. Είναι σαφές, υποστηρίζει ο Σύνδεσμος, ότι η «Ελλάδα που παράγει» δεν υστερεί επειδή οι επιχειρήσεις δεν έχουν την ικανότητα να δημιουργήσουν αξία και θέσεις εργασίας, αλλά επειδή συνεχίζει να πλήττεται από αντικίνητρα.
Όσο η παραγωγική βάση δεν διευρύνεται, το εμπορικό έλλειμμα δεν μειώνεται (-€17,3 δισ. το ισοζύγιο αγαθών χωρίς καύσιμα το 2018, έναντι -€16,1δισ. το 2017), ενώ ο παραγωγικός ιστός της χώρας (ειδικά οι ΜμΕ) δυσκολεύεται να ακολουθήσει ισότιμα τις ραγδαίες εξελίξεις της ψηφιακής εποχής. Όταν μια μεγάλη μεταποιητική επιχείρηση αποχωρεί από την Ελλάδα ή/και μια μεγάλη επένδυση επιλέγει άλλη χώρα, μειώνεται δραστικά το πελατολόγιο των ΜμΕ, ειδικά στην περιφέρεια.
Η αποβιομηχάνιση είναι συνέπεια μεταρρυθμιστικών καθυστερήσεων σε ποιότητα θεσμών, βελτίωση διεθνούς επενδυτικής ανταγωνιστικότητας, εξάλειψη αθέμιτου ανταγωνισμού λόγω φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου, ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, πολιτικές που δεν εγκλωβίζουν σε μικρά επιχειρηματικά μεγέθη, άρση υπερ-φορολόγησης επιχειρήσεων και εργασίας, μείωση του κόστους χρηματοδότησης μέσα από μείωση του εθνικού κινδύνου (country risk), άρση καθυστερήσεων στη δικαιοσύνη, διάθεση κοινοτικών πόρων με γνώμονα την προστιθέμενη αξία και όχι τις δαπάνες, κτλ.
Κατά τον ΣΕΒ, η χώρα μας για δεκαετίες υιοθέτησε πολιτικές που οδήγησαν στην αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης. Ως αποτέλεσμα, η μεταποίηση σήμερα δυσκολεύεται να βρει ταχύ βηματισμό βελτίωσης της συνεισφοράς της στο ΑΕΠ από 9,6% στο 12%.
Ωστόσο, παρά τα προβλήματα της πολυετούς κρίσης, η μεταποίηση παραμένει σημαντική στην οικονομία. Η συμμετοχή της στις εξαγωγές προϊόντων φτάνει το 85% (στο 90% με καύσιμα), με πάνω από 220 εξαγωγικούς προορισμούς και 12% βελτίωση το 2018 (στο 17% με καύσιμα). Αναβαθμίζεται με πάνω από €26 δισ. επενδύσεις ακόμα και μέσα στην κρίση, με τις επενδύσεις μηχανολογικού εξοπλισμού να αυξάνονται 16% το 2018.
Στο πλαίσιο του πανευρωπαϊκού δημοσίου διαλόγου ο ΣΕΒ επαναλαμβάνει την ανάγκη εθνικής συνεννόησης σε μια βιομηχανική στρατηγική. Επιπλέον, αναδεικνύει τις πλέον κρίσιμες παρεμβάσεις για τη βιομηχανική αναγέννηση. Ειδικότερα:
Φορολογία
1. 30% συνδυαστική μείωση φορολογίας σε επιχειρήσεις (φόρος κερδών και ασφαλιστικές εισφορές).
2. Οριζόντια επενδυτικά κίνητρα (υπερ-αποσβέσεις ή/και επιταχυνόμενες αποσβέσεις), ειδικά για τεχνολογικό εξοπλισμό και γραμμές παραγωγής για τις ανάγκες του Industry 4.0 και ενσωμάτωσης καινοτομίας.
3. Σημαντική μείωση στις ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Άρση εμποδίων
4. Απλοποίηση αδειοδότησης (ειδικά της περιβαλλοντικής) αλλά και κατάργηση αδειοδοτήσεων βάση όχλησης.
5. Επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης μέσα από την ψηφιοποίηση των διαδικασιών αλλά και κατάρτιση των δικαστών σε οικονομικά και επενδυτικά θέματα.
Αγορά ενέργειας
6. Ταχεία αναδιάρθρωση σύμφωνα με το Μοντέλο Στόχου (Target model) και θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου για την εφαρμογή νέας δομής, περιλαμβανομένης της δυνατότητας διμερών συμφωνιών και εισαγωγών ενέργειας.
7. Ολοκλήρωση εγχωρίων και διεθνών συνδέσεων (πχ νησιά Αιγαίου, Κρήτη, Ιταλία). Ανταγωνιστικό κόστος με μείωση επιβαρύνσεων στην βιομηχανία, ενδεικτικά κατάργηση διάκρισης μέσης τάσης (€5 /MWH) και διαμόρφωση ΕΦΚ στο επίπεδο υψηλής τάσης (€2,5/MWH), εξορθολογισμός τελών δικτύων, κτλ.
Χρηματοδότηση
8. Πλήρως λειτουργικό και συνεκτικό, προ-πτωχευτικό και πτωχευτικό πλαίσιο, για την υπέρβαση της αρνητικής κληρονομιάς της κρίσης.
9. Αναμόρφωση κρατικών ενισχύσεων (ΕΣΠΑ και αναπτυξιακοί νόμοι) ώστε να δίδονται βάσει κριτηρίων απόδοσης και παραγωγικής μεγέθυνσης και όχι βάσει δαπανών.
Δεξιότητες προσωπικού
10. Up-skilling και re-skilling με δεξιότητες που προσφέρουν πλεονέκτημα στην 4η βιομηχανική επανάσταση.