Απαλλάσσονται της υποχρέωσης επιστροφής 300 εκατ. ευρώ στο Δημόσιο Κεφαλαίων από την αυτοτελή φορολόγηση τόκων ομολόγων οι τράπεζες.
Συγκεκριμένα το ΣτΕ τον Οκτώβριο του 2018 ερμήνευσε το φορολογικό νόμο 2238 /1994 και έκρινε ότι οι παρακρατούμενοι φόροι από τόκους ομολόγων και εντόκα γραμμάτια μπορούν να συμψηφιστούν μόνο με τον ετήσιο φόρο εισοδήματος. Οποιοσδήποτε συμψηφισμός έχει διενεργηθεί με άλλους φόρους κρίθηκε αναδρομικά παράτυπος και το όποιο μη συμψηφισθέν ποσό δεν επιστρέφεται.
Ωστόσο, το 2014 και 2015 η εφορία είχε επιστρέψει στις τράπεζες τέτοιες παρακρατήσεις. Με τη συγκεκριμένη τροπολογία ορίζεται ότι τα πιστωτικά υπόλοιπα που προέκυψαν από δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2009, 2011, 2012, και 2013 των τραπεζών, κατά το μέρος που οφείλονται σε φόρο που παρακρατήθηκε βάσει του νόμου 2238/94 δεν επιστρέφονται κατά τη χρήση που προέκυψαν, αλλά μπορούν να συμψηφιστούν όταν προκύψει φόρος εισοδήματος κατά το μέρος που ο φόρος επαρκεί για τον συμψηφισμό.
Στις περιπτώσεις που ήδη επιστράφηκαν πιστωτικά υπόλοιπα στις τράπεζες με δικαστικές αποφάσεις, ανεξάρτητα αν ήδη έχουν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις που απορρίπτουν αυτή την επιστροφή, αναγνωρίζεται η υποχρέωση απόδοσης τους στο δημόσιο, όταν υπάρξει φόρος εισοδήματος.
Μάλιστα για να μην προκύψει ερμηνευτικό ζήτημα, επειδή ο νόμος ορίζει πενταετή συμψηφισμό, ειδικά για τις τράπεζες και τα έτη 2011, 2012 και 2013 ο συμψηφισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί ισόποσα εντός δέκα ετών με κάθε είδους φορολογικές υποχρεώσεις. Η δυνατότητα συμψηφισμού ξεκινά από την 1.1.20.
Η ερμηνεία των δύο αποφάσεων του ΣτΕ αφορά σε υπόθεση συμψηφισμών, που διενήργησαν δύο συστημικές τράπεζες κατά την οικονομική χρήση 2008, και η οποία όμως δέσμευσε όλες τις τράπεζες καθώς η πρακτική της προπληρωμής εφαρμοζόταν καθολικά. Διαθέτοντας μεγάλα χαρτοφυλάκια σε ομόλογα και έντοκα οι τράπεζες προχωρούσαν σε προπληρωμές φόρων, μέσω της παρακράτησης φόρων από τόκους ομολόγων και εντόκων γραμματίων. Με την ερμηνεία που έδωσε το ΣτΕ οι τράπεζες θα έπρεπε να προβούν σε αναμόρφωση ισολογισμών.
Για να αντιμετωπισθεί η επίπτωση των αποφάσεων του ΣτΕ η Ελληνική Ενωση Τραπεζών είχε καταθέσει υπόμνημα στο υπουργείο Οικονομικών. Με την κατάθεση της τροπολογίας το ζήτημα ρυθμίζεται χωρίς να χρειάζεται αναμόρφωση ισολογισμών και κυρίως επιστροφή χρημάτων στο Δημόσιο, γεγονός που μπορεί να ανέτρεπε την συνολική εικόνα των αποτελεσμάτων των τραπεζών σε παρελθούσες χρήσεις.
Το ζήτημα είχε τεθεί από τις τράπεζες κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας και με την τροπολογία ικανοποιείται πλήρως. Οπως αναφερεται με την τροπολογία επέρχεται απώλεια φορολογικών εσόδων ύψους 30 εκατ. ευρώ περίπου το χρόνο και για δέκα χρόνια αρχής γενομένης απο το έτος 2020.