Και φοροελαφρύνσεις στο τραπέζι
Το δημογραφικό και η εξέλιξη του ανησυχεί την ΤτΕ η οποία προτείνει φοροελαφρύνσεις στα νοικοκυριά.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει στην κυβέρνηση να λάβει άμεσα μέτρα για να αποσυνδεθεί η «δημογραφική νάρκη», ζητώντας, μεταξύ άλλων, την φορολογική ελάφρυνση των νοικοκυριών με παιδιά αλλά και ευρύτερα μέτρα στήριξης της οικογένειας, π.χ. με δημιουργία υποδομών που θα διευκολύνουν τις εργαζόμενες μητέρες.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας το 2017 σε κάθε άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω αναλογούσαν 3 άτομα παραγωγικής ηλικίας (15-64 ετών), ο δείκτης εξάρτησης των ατόμων μεγάλης ηλικίας προβλέπεται να αυξηθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2040 και η αναλογία να διαμορφωθεί αρκετά κάτω του 1:2. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2070 σε κάθε 10 άτομα παραγωγικής ηλικίας θα αντιστοιχούν περισσότερα από 6 άτομα ηλικίας 65 ετών
Οι προτάσεις της ΤτΕ
Με αυτά τα δεδομένα, η ΤτΕ καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις, που θέτουν το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων:
παροχή κινήτρων για την οικειοθελή παράταση του εργασιακού βίου, σε αντιδιαστολή με την υποχρεωτική αύξηση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης που συνήθως προκαλεί κοινωνική δυσαρέσκεια. Στόχος δεν είναι άλλος από την τεχνητή διεύρυνση του εργατικού δυναμικού, με τη συμμετοχή των ηλικιωμένων ατόμων. Ωστόσο σε συνθήκες υψηλής ανεργίας, μια τέτοια επιλογή είναι προβληματική,
-ενσωμάτωση των εισερχόμενων μεταναστών στην εγχώρια αγορά εργασίας, προκειμένου να μετριαστεί η μείωση του εγχώριου εργατικού δυναμικού,
-φορολογική ελάφρυνση των νοικοκυριών με παιδιά αλλά και στήριξη της οικογένειας π.χ. με δημιουργία υποδομών έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι εργαζόμενες μητέρες. Σημειωτέον, ότι από 1/1/2020 έχει προγραμματιστεί η περαιτέρω μείωση του αφορολογήτου, μέτρο που αναμφίβολα δεν βοηθά τα νοικοκυριά με παιδιά.
Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη υψηλότερη φορολογική «σφήνα» (συνδυασμός φόρων- εισφορών) μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, για εργαζόμενο με 2 παιδιά και συγκεκριμένα στο 39% έναντι 26,1% του μέσου του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, αυτή η «σφήνα» αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, από το 38,8% στο 40,8%, μεταξύ 2000 και 2017, την ώρα που ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ, μειώθηκε από το 37% στο 35,9%!