Αναμένονται σημαντικές επενδύσεις και τα επόμενα χρόνια που θα ξεπερνούν τα 250 εκατ. ευρώ
Επενδύσεις άνω του 1,5 δισ. ευρώ έχουν πραγματοποιήσει τα τελευταία πέντε χρόνια οι αλυσίδες σουπερμάρκετ της χώρας, όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σε ανακοίνωση του, επικαλούμενο σχετικά στοιχεία της ετήσιας έκδοσης του Πανοράματος των Ελληνικών Σουπερμάρκετ 2013-2018 αλλά και τις εκτιμήσεις ειδικών.
Το Ινστιτούτο επισημαίνει ότι το πάγιο ενεργητικό των αλυσίδων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα την τελευταία 5ετία και παρά τις όποιες αλλαγές έχουν πραγματοποιηθεί αυξήθηκε κατά περίπου 18%, κάτι που μεταφράζεται σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περί το 3%.
Το 2017 τα πάγια των αλυσίδων σουπερμάρκετ που δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις ανέρχονται σε 3,8 δισ. ευρώ έναντι 3,3 δισ. ευρώ το 2012. Η εξέλιξη αυτή είναι αξιοσημείωτη για την ελληνική οικονομία η οποία την τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από αποεπένδυση.
Τα στοιχεία των παγίων των εταιρειών παρουσιάζουν μεγάλες αυξήσεις κάθε χρόνο, οι οποίες ειδικά τα έτη 2016 και 2017 ήταν ιδιαίτερα μεγάλες λόγων των μεταφορών παγίων από τις εξαγορασθείσες εταιρείες στους νέους ομίλους και εταιρείες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ειδικά μετά το 2013, η αύξηση των παγίων ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ ανά έτος, ενώ και οι αποσβέσεις των παγίων ανά έτος παραμένουν σταθερές περί τα 120 εκατ. ευρώ. Στον πίνακα 1 έχει γίνει προσπάθεια να εκτιμηθεί η πραγματική μεταβολή μέσω των επενδύσεων για τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού των εταιρειών, ώστε να εξισορροπηθεί η επίδραση των μεταφορών παγίων από εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα και να εκτιμηθεί η πραγματική επίδραση του κεφαλαίου που επενδύθηκε. Το αποτέλεσμα είναι μία αρκετά συντηρητική εκτίμηση, η οποία όμως αν και συντηρητική δίνει πολύ υψηλά μεγέθη.
Ο λόγος της «υποεκτίμησης» της πραγματικής μεταβολής των παγίων είναι ότι ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις των εξαγορών, αν και ένα μέρος της μεταβολής των παγίων είναι αναμφίβολα η μεταφορά στοιχείων του ενεργητικού από τις «παλαιές» εταιρείες όπως κτήρια, οχήματα και εξοπλισμός, ένα άλλο σημαντικό μέρος είναι οι επενδύσεις που έγιναν και γίνονται για την ανακαίνιση των δικτύων των καταστημάτων, αλλά είναι αδύνατον να υπολογιστεί η σχετική αναλογία. Όλοι οι νέοι όμιλοι και εταιρείες κατά κανόνα δεν έκλεισαν παρά ελάχιστα καταστήματα, επενδύοντας σημαντικά ποσά στη διαμόρφωση ενός ομοιογενούς και αποδοτικού δικτύου, κάτι που αφορά εκτός από τα ίδια τα καταστήματα και τις λοιπές αναγκαίες υποστηρικτικές υποδομές (π.χ. αποθήκες, μεταφορές, τεχνικός εξοπλισμός, υποδομές και συστήματα κλπ).
Το ερώτημα της αποδοτικότητας των επενδύσεων αυτών μπορεί να απαντηθεί σε βάθος χρόνου. Μάλιστα η άμεση επίδραση αυτών των κινήσεων σε συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς δείκτες ενδεχομένως να είναι ακόμα και αρνητική. Αρκετές από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια χαμηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα παγίων εξαιτίας των σημαντικών επενδύσεων τους σε ενσώματες ακινητοποιήσεις (νέα καταστήματα, κέντρα διανομών) και ιδίως μετά το 2014 σε συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις (εξαγορές μικρότερων αλυσίδων ή μεμονωμένων καταστημάτων άλλων αλυσίδων), οι οποίες αυξάνουν τα πάγια τους κρατώντας χαμηλά την τιμή του δείκτη λίγο πάνω από 2,00. Ο λόγος είναι ότι οι επενδύσεις αυτές είναι λογικό μέσα στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας να μην προλαβαίνουν να κεφαλαιοποιηθούν άμεσα σε αύξηση των πωλήσεων, ενώ επιπροσθέτως προκύπτουν σταθερά νέες εξελίξεις που καθυστερούν περαιτέρω την κεφαλαιοποίηση σε αντίστοιχη αύξηση πωλήσεων. Πρακτικά δηλαδή αυτό που παρατηρείται είναι ότι με τα αρκετά περισσότερα πάγια, οι επιχειρήσεις κερδίζουν λίγο περισσότερες πωλήσεις άμεσα και αναμένουν να αυξήσουν αυτές τις πωλήσεις τα επόμενα έτη. Αθροιστικά αυτές οι δύο τάσεις προκαλούν αυτό το αποτέλεσμα στον συγκεκριμένο δείκτη.
Η παρούσα κατάσταση στην ελληνική αγορά, με τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ζήτησης (και κατά συνέπεια των πωλήσεων) αναμένεται να συνεχίσει το συγκεκριμένο φαινόμενο. Κατά συνέπεια η απάντηση στο ερώτημα της αποδοτικότητας των επενδύσεων θα πρέπει να δοθεί σε βάθος χρόνου.
Παρόλα αυτά οι συγκεκριμένες επενδύσεις θέτουν τις βάσεις για αύξηση της παραγωγικότητας, είσοδο σε νέες αγορές όπως το food-to-go, ανταπόκριση στις αναδυόμενες απαιτήσεις/τάσεις των καταναλωτών και λειτουργία στο αναδυόμενο ψηφιακό περιβάλλον. Για τους παραπάνω λόγους οι επενδύσεις τα επόμενα χρόνια αναμένεται να κινηθούν σε υψηλά επίπεδα και να ξεπερνούν ετησίως τα 250 εκατ. ευρώ.