Οι ρήτρες Κατρούγκαλου και τα χρονικά όρια
Τρεις ταχύτητες αναδρομικά διαµορφώνονται για τους συνταξιούχους από τις ρήτρες του νόµου Κατρούγκαλου που αναµένεται να κριθούν από το ΣτΕ. Κάθε ταχύτητα ορίζει και ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα αναδροµικών, που αφορά δυνητικά όλους τους συνταξιούχους είτε έχασαν µόνο τα δώρα είτε είχαν και περικοπές στις συντάξεις τους.
Ανάλογα µε τις δικαστικές κρίσεις, τα ποσά των αναδροµικών µπορεί να αφορούν περίοδο από 10 µήνες, 42 µήνες ή έως και πάνω από τέσσερα χρόνια. Στο «κάδρο» βρίσκονται σταθερά τα κοµµένα δώρα και οι περικοπές του 2012 που κρίθηκαν αντισυνταγµατικές το 2015 από το ΣτΕ. Υπενθυµίζεται πως η απόφαση-βόµβα του ΣτΕ του Ιουνίου του 2015 όριζε πως οι συνέπειές της άρχιζαν από τη στιγµή της έκδοσης και µετά, για λόγους δηµοσίου συµφέροντος.
Όσοι είχαν ήδη προσφύγει στη ∆ικαιοσύνη τον Ιούνιο του 2015, όταν δηµοσιεύθηκε η απόφαση-βόµβα του ΣτΕ δικαιούνται, σύµφωνα µε την τότε απόφαση, αναδροµικά από το 2013. Ακολούθως ψηφίστηκε ο νόµος Κατρούγκαλου, σε µια προσπάθεια να συµµορφωθεί το Ασφαλιστικό µε το σκεπτικό της απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού ∆ικαστηρίου σε συνθήκες δηµοσιονοµικής ασφυξίας. Πάγια θέση του υπουργείου Εργασίας είναι πως για την περίοδο µετά το 2016 η κυβέρνηση συµµορφώθηκε µε την απόφαση του ΣτΕ µέσα από τον νόµο Κατρούγκαλου, ο οποίος οδήγησε στον επανυπολογισµό όλων των παλαιών συντάξεων.
Το γεγονός, µάλιστα, πως υπάρχει νέος νόµος από το 2016 αλλάζει το τοπίο. Αυτό σηµαίνει πως όσοι προσέφυγαν στη ∆ικαιοσύνη µετά τον Ιούνιο του 2015 δεν δικαιούνται ποσά για την περίοδο 2013- 2015 για λόγους δηµοσίου συµφέροντος, αλλά οι διεκδικήσεις που εγείρουν οριοθετούνται εντός τριών ταχυτήτων:
1.Συγκλίνουσες νοµικές απόψεις καταλήγουν πως το πλέον βάσιµο χρονικό διάστηµα εντός του οποίου εντοπίζεται έδαφος για τις όψιµες αξιώσεις είναι το 10µηνο Ιούνιος 2015 έως Μάιος 2016. Εκεί φαίνεται πως ανιχνεύεται το κυρίαρχο νοµικό «κενό». Πρόκειται για το χρονικό διάστηµα ανάµεσα στη δηµοσίευση της απόφασης του ΣτΕ και την ψήφιση του νόµου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016), το οποίο φαίνεται προς το παρόν ως η πλέον «ακάλυπτη» περίοδος. Αν και πρόκειται για µικρό χρονικό διάστηµα, το δηµοσιονοµικό βάρος που απαιτεί είναι αρκετά σηµαντικό. Μόνο γι’ αυτή την περίοδο το κόστος των αναδροµικών για όλους τους συνταξιούχους υπολογίζεται από ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης περίπου στα 4 δισ. ευρώ.
2.Η δεύτερη νομική προσέγγιση ενοποιεί τον χρόνο από τον Ιούλιο του 2015 έως και τον ∆εκέµβριο του 2018 επειδή οι αντισυνταγµατικές περικοπές των νόµων 4051 και 4093 του 2012 συνέχιζαν να επιβάλλονται στις παλαιές συντάξεις µέχρι την «πρεµιέρα» του επανυπολογισµού τον περασµένο Γενάρη. Στο επίµαχο άρθρο 14 του νόµου Κατρούγκαλου, το οποίο ορίζει τη διαδικασία για τον επανυπολογισµό των παλαιών συντάξεων µε βάση το νέο ενιαίο σύστηµα, υπάρχει ειδική ρήτρα, η οποία επιχειρεί να «καλύψει» νοµικά την περίοδο µέχρι και τον ∆εκέµβριο του 2018. Ειδικότερα αναφέρεται πως «µέχρι την 31.12.2018 οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαµορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύµφωνα µε τις τότε ισχύουσες διατάξεις».
∆ηλαδή, µε άλλα λόγια, η διάταξη ανατρέχει σε χρόνο πριν από την έκδοση της επίµαχης απόφασης-βόµβα του ΣτΕ (η απόφαση δηµοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2015), ώστε να καλύψει τον χρόνο έως την ολοκλήρωση του επανυπολογισµού και την αναπροσαρµογή των συντάξεων από 1/1/2019 στη βάση του αθροίσµατος εθνική – ανταποδοτική – επιπλέον ποσό. Η τροπολογία για τα αναδροµικά των συνταξιούχων ενστόλων που ψηφίστηκε στις αρχές Νοεµβρίου αναφέρεται στην εν λόγω ρήτρα λέγοντας πως ο νοµοθέτης έλαβε ως σηµείο αναφοράς τις συνταξιοδοτικές διατάξεις όπως ίσχυαν κατά τις 31/12/2014, αποκλείοντας εφεξής κάθε έµµεση τροποποίηση του ύψους του καταβαλλόµενου ποσού. «Η πρόβλεψη αυτή εξυπηρετεί πρώτιστα λόγους δηµοσίου συµφέροντος, που συνίστανται στη διασφάλιση της βιωσιµότητας του ασφαλιστικού συστήµατος», αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας.
3.Η τρίτη νομική προσέγγιση υποστηρίζει πως επειδή τα ποσά των αντισυνταγµατικών περικοπών έχουν «ενσωµατωθεί» στον υπολογισµό της προσωπικής διαφοράς, τα διεκδικούµενα αναδροµικά µπορούν να µπουν και στο 2019. Η εν λόγω προσέγγιση υποστηρίζει πως το επιπλέον ποσό που δίνεται από1/1/2019 ως προσωπική διαφορά θα έπρεπε να προκύψει από τη σύγκριση της νέας σύνταξης µε την παλαιά πριν από τις περικοπές του 2012, οι οποίες κρίθηκαν το 2015 αντισυνταγµατικές.
Σε κάθε περίπτωση ο µηχανισµός µε τον οποίο επανυπολογίστηκαν οι παλαιές κύριες συντάξεις µένει να κριθεί ως προς τη συνταγµατικότητά του από το ΣτΕ, όπως επίσης και ο τρόπος υπολογισµού των νέων συντάξεων, πάνω στον οποίο βασίζεται και ο επανυπολογισµός των παλαιών. Μέχρι να βρεθεί στο τραπέζι το σκεπτικό του ΣτΕ για τη συνταγµατικότητα του επανυπολογισµού, δύσκολα µπορεί κανείς να είναι βέβαιος για την τύχη και το εύρος των διεκδικήσεων. Υπάρχουν πάντως δικαστικές αποφάσεις που ενοποιούν τον χρόνο πριν και µετά την ψήφιση του νόµου Κατρούγκαλου.
Σύµφωνα µε το ισχύον σήµερα καθεστώς, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο, συµψηφιζόµενο κατ’ έτος και µέχρι την πλήρη εξάλειψή του, µε την εκάστοτε αναπροσαρµογή των συντάξεων. Βάσει του επανυπολογισµού 620.000 παλαιοί συνταξιούχοι έλαβαν αυξήσεις, καθώς η νέα τους σύνταξη βγαίνει υψηλότερη από την παλαιά.
Θρίλερ µε τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα
Του δικαστικού και δηµοσιονοµικού θρίλερ των αναδροµικών βρίσκεται η τύχη των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως και του επιδόµατος αδείας για 2,5 εκατοµµύρια συνταξιούχους και 600.000 δηµοσίους υπαλλήλους. Από το 2010 η 13η και η 14η σύνταξη, όπως ο 13ος και ο 14ος µισθός στο ∆ηµόσιο είχαν περιοριστεί για όλους σε σταθερό ποσό, ανεξάρτητα από το ύψος της σύνταξης ή του µισθού. ∆ηλαδή τα δώρα δεν δίνονταν το 2012 ολόκληρα, αλλά είχε προηγηθεί το πρώτο «ψαλίδι» του νόµου 3845 του 2010, το οποίο δεν έχει κριθεί αντισυνταγµατικό.
Ειδικότερα, για τους 600.000 δηµοσίους υπαλλήλους είχε οριστεί οριζόντιο δώρο 1.000 ευρώ το έτος -δηλαδή 500 ευρώ τα Χριστούγεννα, 250 ευρώ το Πάσχα και 250 ευρώ το καλοκαίρι για όλους-, ενώ για 2,5 εκατοµµύρια συνταξιούχους το δώρο ορίστηκε στα 800 ευρώ το έτος – δηλαδή 400 ευρώ τα Χριστούγεννα, 200 ευρώ το Πάσχα και 200 ευρώ το καλοκαίρι.
Η εξαίρεση του ΟΓΑ
Από τη διάταξη εξαιρέθηκαν τότε µόνο οι συνταξιούχοι του πρ. ΟΓΑ, που ελάµβαναν ούτως ή άλλως χαµηλές συντάξεις και δικαιούνταν τα δώρα όπως ίσχυαν πριν από τη ρύθµιση του 2010. Τέθηκαν επίσης ηλικιακά και εισοδηµατικά κριτήρια, ώστε να εισπράττουν τα «ψαλιδισµένα» δώρα µόνο όσοι συνταξιούχοι είναι άνω των 60 ετών και λαµβάνουν άθροισµα συνταξιοδοτικού εισοδήµατος έως 2.500 ευρώ. Συνεπώς, υπάρχουν τρεις ταχύτητες διεκδικήσεων για τα κοµµένα δώρα:
1.Συνταξιούχοι ∆ηµοσίου, ΙΚΑ, ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, ΝΑΤ άνω των 60 ετών και µε συνολικό µηνιαίο εισόδηµα από συντάξεις (κύριες, επικουρικές, µερίσµατα, προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών, επίδοµα απολύτου αναπηρίας αλλά και επιδόµατα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας υπολογιζόµενα σε 12µηνη βάση) έως 2.430 ευρώ. ∆ικαιούνταν το πλήρες ποσό των 800 ευρώ (400 Χριστούγεννα, 200 Πάσχα και 200 καλοκαίρι). Αντίστοιχα όσοι είχαν µηνιαίο εισόδηµα από 2.430 έως 2.500 ευρώ δικαιούνταν τµήµα των δώρων.
2.Συνταξιούχοι ΟΓΑ. Είχαν εξαιρεθεί από το «ψαλίδι» του 2010, καθώς λαµβάνουν χαµηλές συντάξεις και συνεπώς δικαιούνταν πλήρη δώρα (µία σύνταξη τα Χριστούγεννα, µισή το Πάσχα και µισή το καλοκαίρι).
3.Συνταξιούχοι ∆ηµοσίου, ΙΚΑ, ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ, ΝΑΤ κάτω των 60 ετών ή/και µε συνολικό εισόδηµα από συντάξεις πάνω από 2.500 ευρώ. ∆εν δικαιούνταν καθόλου δώρα, τα είχαν χάσει εξ ολοκλήρου από το 2010 και συνεπώς δεν µπορούν να διεκδικήσουν κάτι. Ταυτόχρονα υπάρχουν δύο κατηγορίες συνταξιούχων που έχασαν τα δώρα ήδη από το 2010, µε βάση ρυθµίσεις που δεν έχουν κριθεί αντισυνταγµατικές:
* Συνταξιούχοι κάτω των 60 ετών το 2010. Προσοχή, αν η ηλικία των 60 ετών συµπληρώθηκε από το 2012 έως το 2016, τότε ενδέχεται να προκύψει δικαίωµα για την περίοδο από το 2015 και µετά, αλλά είναι κάτι που µένει να διευκρινιστεί.
* Συνταξιούχοι µε συνολικό µηνιαίο εισόδηµα από συντάξεις (κύριες, επικουρικές, µερίσµατα, προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών, επίδοµα απολύτου αναπηρίας αλλά και επιδόµατα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας υπολογιζόµενα σε 12µηνη βάση) από 2.500 ευρώ και πάνω
Πηγή: enikonomia.gr