Η έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για τις συντεταγμένες της οικονομίας αλλά και για τους κινδύνους που παραμονεύουν
Συγκρατημένη αισιοδοξία αλλά και ενστάσεις εκφράζει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο για την αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα.
Μάλιστα το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι κυβερνητικές προβλέψεις για ανάπτυξη 2,3% φέτος (έναντι πρόβλεψης 2,5% στον προϋπολογισμό του 2019) και την προσεχή χρονιά ευθυγραμμίζονται με το ανώτατο όριο προβλέψεών του και «θεωρούνται αισιόδοξες, αλλά επιτεύξιμες υπό ορισμένες συνθήκες», ενώ η μετρίαση της ανάκαμψης μετά το 2020 (προβλέπεται ανάπτυξη 2,1% το 2021 και 2% το 2022)
«θεωρείται πιο εύλογη».
Ισχνή αύξηση
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας η κυβέρνηση παραδέχεται ότι το 2018 όχι μόνο δεν υπήρξε ισχνή, έστω, αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, δηλαδή των επενδύσεων, αλλά αντιθέτως κατεγράφη μείωση κατά 12,2%. Κατόπιν αυτού, το Πρόγραμμα «κούρεψε» την πρόβλεψη για τη φετινή αύξηση των επενδύσεων κατά τα 2/3, σε μόλις 3,9%, και μετέθεσε (αυθαιρέτως) στο 2020 τις προσδοκίες για εκτίναξη των επενδύσεων. Την ίδια ακριβώς αποτυχημένη τακτική είχε εφαρμόσει η κυβέρνηση και τα προηγούμενα χρόνια στις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού για τις επενδύσεις.
«Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στηρίζει την καθοδική αναθεώρηση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων για το 2019 (+3,9%), σε σύγκριση με τους στόχους του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 (+12,1%), καθώς αποτελεί πιο ρεαλιστικό σενάριο και είναι πιθανότερο να επιτευχθεί», επισημαίνεται στη γνωμοδότηση και τονίζεται ακόμα: «Ωστόσο, η αύξηση των επενδύσεων κατά 12,9% το 2020 θεωρείται αισιόδοξη και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε παράγοντες όπως η αύξηση του τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις.
Ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για δημόσιες επενδύσεις είναι επίσης ένας παράγοντας που θα επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις.
Η μέτρια αύξησή τους κατά την περίοδο 2021-2022 (προβλέπεται αύξηση 8% το 2021 και 7,9% το 2022) θεωρείται εφικτή».
Σύμφωνα με το Συμβούλιο, οι μακροοικονομικές προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας 2019-2022 κρίνονται εντός των αποδεκτών ορίων, καθώς εν πολλοίς είναι ευθυγραμμισμένες με αυτές της Κομισιόν και άλλων θεσμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Τράπεζα Ελλάδος) για το 2019 και το 2020. Πιο αναλυτικά:
– Για την ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται στο Πρόγραμμα μέση ετήσια αύξηση κατά 1,2% την περίοδο 2019-2022. Η πρόβλεψη αυτή θεωρείται από το Συμβούλιο ότι είναι πολύ πιθανό να επιβεβαιωθεί, χάρη στη μείωση της ανεργίας και την προσδοκία υψηλότερης καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Εξάλλου, η αύξηση του κατώτατου μισθού ενδεχομένως να στηρίξει περαιτέρω την κατανάλωση των νοικοκυριών τα επόμενα χρόνια.
– Για το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών το σενάριο του υπουργείου Οικονομικών για μεσοσταθμική ετήσια αύξηση 4,2% την περίοδο 2019-2022 κρίνεται εφικτό. Όμως, το σενάριο περί μέτριας αύξησης των εισαγωγών (3,9% κατά μέσο όρο ετησίως την τετραετία 2019-2022) θεωρείται κάπως ευνοϊκό, δεδομένης της υψηλής οριακής τάσης της ελληνικής οικονομίας προς τις εισαγωγές.
– Για τη δημόσια κατανάλωση οι προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών περί μέτριας ετήσιας αύξησης (0,75% ετησίως κατά μέσο όρο την τετραετία 2019-2022) είναι πολύ πιθανό να επιβεβαιωθούν, εφόσον οι δημόσιες δαπάνες θα παραμείνουν συγκρατημένες, προκειμένου να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια.
Οι 5 κίνδυνοι
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι οι προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών για την πορεία των μακροοικονομικών εξελίξεων υπόκεινται σε αβεβαιότητα και σε μια σειρά κινδύνων, όπως:
1. Πιθανή επιβράδυνση στις ευρωπαϊκές οικονομίες, η οποία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών προς ευρωπαϊκές χώρες και μπορεί να μειώσει την αύξηση των τουριστικών εισπράξεων.
2. Ο κίνδυνος κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων και του προστατευτισμού.
3. Πιθανή αυξημένη χρηματοπιστωτική αστάθεια στην Ευρώπη εξαιτίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. (Brexit) χωρίς συμφωνία.
4. Το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
5. Μακροπρόθεσμα δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και οι μεταναστευτικές ροές των Ελλήνων προς το εξωτερικό (το περιβόητο brain drain) μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην εξέλιξη του εργατικού δυναμικού και της ανεργίας στην Ελλάδας, καθώς και στην εξέλιξη της συμμετοχής της εργασίας στη συνολική παραγωγή.