Η συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών θα αντισταθμίσει την κάμψη των φορολογικών εσόδων τα επόμενα χρόνια και, κατ’ επέκταση, θα διασφαλίζει μόνιμα θετικά μέτρα ενός δισ. ευρώ, σύμφωνα με την ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας.
Η τράπεζα σημειώνει πως το πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 διαμορφώθηκε σε ιστορικά υψηλό επίπεδο και ξεπέρασε για τρίτο συνεχόμενο έτος τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ.
Η συρρίκνωση των πρωτογενών δαπανών για 3ο συνεχές έτος το 2018, στο χαμηλότερο ποσοστό ως προς το ΑΕΠ από το 2003, αντανακλά, ως επί το πλείστον, τη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης και τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των μεταβιβάσεων προς την κοινωνική ασφάλιση, σχολιάζει η Eθνική και προσθέτει πως η τάση αυτή υποδηλώνει μια διατηρήσιμη δημοσιονομική αναδιάρθρωση, που πλέον ενισχύεται και από την ανάκαμψη του ΑΕΠ.
Γενικότερα, διαπιστώνεται ότι καθοριστικό μέσο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί ο αξιόπιστος έλεγχος των δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ (που εξασφαλίζεται μέσω της αύξησης των τελευταίων με ηπιότερο ρυθμό από το ονομαστικό ΑΕΠ, όπως συνέβη το 2018 αλλά και τα προηγούμενα χρόνια).
Ουσιαστικά, καθώς τα περιθώρια αύξησης των εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ (με άλλες μεθόδους πλην της μείωσης της φοροδιαφυγής) είναι πεπερασμένα, η αποτελεσματική συγκράτηση των δαπανών είναι κρίσιμη για τη δημιουργία «δημοσιονομικού χώρου», δηλαδή περιθωρίου για χρηματοδότηση πολιτικών, όπως η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, η ενίσχυση των επενδύσεων ή/και η χρηματοδότηση ενεργών πολιτικών επανένταξης των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας, χωρίς τη χρήση νέων συσταλτικών μέτρων.
Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της τράπεζα εκτιμά ότι αν η μέση ετήσια αύξηση των πρωτογενών δαπανών στο σύνολο της Γενικής Κυβέρνησης συγκρατηθεί την περίοδο 2019-2022 στο 1,2% ετησίως (έναντι περίπου 0,6% το 2018) – που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο, περίπου, του εκτιμώμενου ετήσιου ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ την ίδια περίοδο – θα οδηγήσει σε μείωση τους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες, υπερ-αντισταθμίζοντας την προσδοκώμενη κάμψη των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, υπό αυτό το σενάριο δημιουργείται ασφαλές περιθώριο για δημοσιονομική επέκταση της τάξης τουλάχιστον 0,5% του ετήσιου ΑΕΠ, μέσω μόνιμων μέτρων, χωρίς να απειλείται η επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το συνολικό ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε 181,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018 από 176,2% το 2017.
Εντούτοις, εξαιρώντας το δανεισμό ύψους €14,4 δισ. κατά το 2018 για τη χρηματοδότηση τμήματος του αποθεματικού ρευστότητας, το χρέος συρρικνώθηκε, σε σχέση με το 2017, κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες.