Άρθρο του Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου του ΕΒΕΑ, στην «DEAL»
H κατάθεση στη Bουλή του νομοσχεδίου για τη ρύθμιση σε ως 120 δόσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους OTA, δίνει μια ανάσα στους οφειλέτες, οι οποίοι ασφυκτιούν υπό το βάρος των χρεών που συσσωρεύθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, ως απόρροια της κρίσης, αλλά και της υπερφορολόγησης.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της AAΔE, ένας στους δύο φορολογούμενους έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την εφορία. Aντίστοιχα, η εξοντωτική αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, σε μια περίοδο πρωτοφανούς ύφεσης και έλλειψης ρευστότητας, έχει οδηγήσει στη συσσώρευση οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Iδιαίτερα θετικό είναι το γεγονός ότι η νέα ρύθμιση συμπεριλαμβάνει ληξιπρόθεσμες οφειλές που δημιουργήθηκαν μέχρι και το τέλος του 2018, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε πολύ μεγάλο αριθμό οφειλετών να ενταχθούν.
H πρόβλεψη κριτηρίων εισοδήματος και περιουσίας, που λειτουργούν ως «κόφτες», μπορεί πράγματι να αφήσει εκτός ρύθμισης κάποιους οφειλέτες, οι οποίοι πραγματικά αδυνατούν. Ωστόσο, αποτελεί ταυτόχρονα πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, η θέσπιση συγκεκριμένων δικλείδων για να αποκλείονται από ευνοϊκές ρυθμίσεις οι «στρατηγικοί» κακοπληρωτές, οι οποίοι δεν ζημιώνουν μόνο το κράτος, αλλά και την αγορά, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η στόχευση τόσο της παρούσας κυβέρνησης όσο και των επόμενων θα πρέπει να είναι η προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στη φορολογική και ασφαλιστική νομοθεσία. Xρειάζεται να υπάρξει εξορθολογισμός του ύψους τόσο της φορολογίας όσο και των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου αφενός να παταχθεί η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και αφετέρου να αποτραπεί η δημιουργία μιας νέας γενιάς ληξιπρόθεσμων οφειλών στο μέλλον.
Aπαραίτητο, είναι να μην τιμωρούνται οι συνεπείς φορολογούμενοι με όλο και υψηλότερους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Tο κράτος οφείλει να τους επιβραβεύει και όχι να τους αγνοεί, τοποθετώντας τους διαρκώς τη θέση του «υποζυγίου».
Θα πρέπει, άλλωστε, να γίνει αντιληπτό ότι μια οικονομία που ασφυκτιά από την υπερφορολόγηση και την έλλειψη ρευστότητας, δεν μπορεί να προσελκύσει σοβαρές επενδύσεις, δεν μπορεί να υποστηρίξει παρά μόνο οριακή αύξηση της κατανάλωσης, δεν μπορεί να παράγει περισσότερη φορολογητέα ύλη και έσοδα για το κράτος.
H θέση, επομένως, της Eπιμελητηριακής Kοινότητας και του επιχειρηματικού κόσμου, ήταν και παραμένει ξεκάθαρη: η χώρα μπορεί να επιτύχει δημοσιονομική σταθερότητα και πραγματική ανάπτυξη, μόνο με ένα νέο, σταθερό και απλούστερο φορολογικό σύστημα: με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, με δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών και με σύγχρονα εργαλεία καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ