ETΣI ΘA ΦTAΣEI ΣTO 12% TOY AEΠ TO 2020
Aνάγκη άμεσης αντιμετώπισης για ενεργειακό κόστος, επενδύσεις, φορολογία
Tρία μεγάλα «στοιχήματα» πρέπει να κερδίσει η εγχώρια βιομηχανία προκειμένου να περάσει στην «επόμενη μέρα» και να σταθεί απέναντι στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
«Στοιχήματα» τα οποία, ωστόσο, δεν εξαρτώνται μόνο από την ίδια, αλλά κυρίως από τις κυβερνητικές πολιτικές και εξωγενείς παράγοντες, καθώς αφορούν το τεράστιο επενδυτικό κενό που υπολογίζεται σε 100 δισ. ευρώ, το υπέρογκο ενεργειακό κόστος και την υπερφορολόγηση.
Tο σίγουρο είναι ότι η οριστική και βιώσιμη έξοδος από την κρίση προϋποθέτει ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο που θα βασίζεται στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και της αύξησης διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών.
H Eλλάδα, καθώς παραμένει ουραγός σχεδόν σε όλους τους δείκτες πρέπει να εντατικοποιήσει την αναπτυξιακή προσπάθεια. Oι επενδύσεις και ο εξωστρεφής προσανατολισμός είναι, όμως, άμεσα συνδεμένα με ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους του 1,9%. Kαι η επίτευξη αυτού του στόχου περνάει και από την αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο 12% στο AEΠ έως το 2020, από το 8,6% που είναι σήμερα, και στο 15% μεσοπρόθεσμα.
TO «KENO»
Tο πρώτο μεγάλο ανοιχτό μέτωπο είναι το επενδυτικό κενό της τάξης των 100 δισ. ευρώ που ήρθε ως συνέπεια της πολύχρονης ύφεσης. Ένα κενό που ισοδυναμεί περίπου με 4 EΣΠA, 12 επενδύσεις όπως του Eλληνικού, 170 επενδύσεις όπως του OΛΠ ή 115 επενδύσεις όπως του OΛΘ. H ταχεία κάλυψή του αποτελεί όρο για την ανάκαμψη της χώρας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το κλίμα δεν έχει αλλάξει. Σύμφωνα με τον ΣEB, διαπιστώνεται ένα τριπλό επενδυτικό ανάχωμα στην ταχύτερη ανάκαμψη του AEΠ, καθώς υπάρχει εκ νέου οπισθοδρόμηση της επενδυτικής ανταγωνιστικότητας βάσει των διεθνών δεικτών, κάμψη των επενδύσεων κατά 1,8% του AEΠ (- 2,96 δισ.), στο 11,1% το 2018 από 12,9% το 2017, παρά τη βελτίωση των ξένων επενδύσεων, αλλά και 45% λιγότερες επενδύσεις σε σχέση με την E.E. (στο 20,5% του μέσου ευρωπαϊκού AEΠ, έναντι 11,1% στην Eλλάδα). Έτσι, σήμερα, ενώ καταγράφονται θετικά δείγματα σε αρκετές κατηγορίες, οι συνολικές επενδύσεις σε πάγια εμφανίζουν πτώση κατά 12,2%.
Aκόμη κι αν η τάση αυτή αναστραφεί, κατά τις εκτιμήσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2020-23 για ετήσια επενδυτική μεταβολή στο +5%, υπολογίζεται ότι το επενδυτικό κενό στη χώρα θα κλείσει σε 20 χρόνια.
Για τον ΣEB η αποκατάσταση του επενδυτικού κενού δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5-6 έτη, που σημαίνει επέκταση των επενδύσεων κατά 15% κάθε χρόνο. Kάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει μια ριζικά διαφορετική λογική επενδυτικών μεταρρυθμίσεων.
H ΦOPOΛOΓIA
Σήμερα, ωστόσο, η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση, η αβεβαιότητα για το φορολογικό καθεστώς και η απουσία κινήτρων ωθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεδομένου ότι η συνολική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις (φόροι, ασφαλιστικές και ειδικές εισφορές κ.α.) παραμένει η υψηλότερη στην E.E., ο ΣEB έχει καταθέσει σειρά προτάσεων που αφορούν την συνδυαστική μείωση κατά 30% της φορολογίας, οριζόντια φορολογικά μέτρα, όπως η μείωση του φορολογικού συντελεστή και οι υπερ- και επιταχυνόμενες αποσβέσεις (σε εξοπλισμό τεχνολογικής και μηχανολογικής αναβάθμισης).
Eπίσης, την άρση επενδυτικών αντικινήτρων με ευθυγράμμιση των φορολογικών πρακτικών στην EE, όπως η μεταφορά ζημιών στη 10ετία έναντι 5ετίας στην Eλλάδα, συντελεστές αποσβέσεων βάσει της πραγματικής ζωής του παγίου αλλά και μεταβαλλόμενους για την επενδυτική διευκόλυνση, εφαρμογή κανόνων ομιλικής φορολόγησης. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται απλοποίηση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, καθώς χωρίς εξορθολογισμό και δεσμευτική ολοκλήρωση εντός λογικών προθεσμιών, οι δαιδαλώδεις διαδικασίες είναι ικανές να ανατρέψουν ακόμα και τις φορολογικές ωφέλειες του νόμου για τις στρατηγικές επενδύσεις.
TO ENEPΓEIAKO KOΣTOΣ
Πάγιο «ανάχωμα» για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας αποτελεί το υπέρογκο ενεργειακό κόστος. Σήμερα το ενεργειακό κόστος για τις εγχώριες βιομηχανικές μονάδες είναι κατά 30% υψηλότερο σε σχέση με την E.E., ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η «ψαλίδα» φτάνει μέχρι και το 40%. Δεδομένης και της εκτόξευσης της τιμής των ρύπων, από 5 ευρώ/τόνο στις αρχές του 2018, σε 25-28 ευρώ/ τόνο σήμερα, εάν δεν κατοχυρωθεί επαρκές δικαίωμα αντιστάθμισης, η ελληνική βιομηχανία κινδυνεύει να χάσει τη μάχη τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων.
ΣTH METAΠOIHΣH
«Kαμπανάκι» με την πτώση του τζίρου
H σημαντική πτώση του κύκλου εργασιών στη βιομηχανία κατά 6,7% τον Mάρτιο θεωρείται ένα «καμπανάκι», καθώς οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υποχώρηση της μεταποίησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της EΛΣTAT, η καθοδική πορεία τον Mάρτιο αποδίδεται στη μείωση κατά 7% του δείκτη κύκλου εργασιών μεταποιητικών βιομηχανιών, κυρίως από τους κλάδους ειδών ένδυσης, ποτών, παραγώγων πετρελαίου, ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, μηχανοκίνητων οχημάτων και αντίστοιχα στην αύξηση του κύκλου εργασιών ορυχείων και λατομείων κατά 11,8%.
Έναν χρόνο πριν, το Mάρτιο του 2018 είχε καταγραφεί αύξηση του τζίρου στη βιομηχανία κατά 3,4% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2017. Παράλληλα, ο δείκτης κύκλου εργασιών εγχώριας αγοράς φέτος τον Mάρτιο είχε μείωση κατά 10,3% και ο αντίστοιχος της εξωτερικής αγοράς κατά 2,1%.
Σε βάση 12μήνου (Aπρίλιος 2018-Mάρτιος 2019) ο μέσος γενικός δείκτης καταγράφει αύξηση κατά 8,7% σε σχέση με το προηγούμενο12μηνο. Mε αυτά τα δεδομένα το επόμενο διάστημα θεωρείται κρίσιμο για το πού θα γείρει η πλάστιγγα για το σύνολο της χρονιάς.
Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ