Στο χείλος του γκρεμού ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%
Δημοσιεύθηκε η τρίτη έκθεση αξιολόγησης της Ενισχυμένης Εποπτείας, στην οποία αναφέρουν πως οι προεκλογικές παροχές του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα κοστίζουν πάνω από 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περισσότερο από 1,9 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα στην ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρεται πως «η έκθεση των θεσμών σημειώνει ότι η Ελλάδα έκανε λογική εκκίνηση στο περιβάλλον μετά το μνημόνιο από τον Αύγουστο του 2018, αλλά βρίσκει ότι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων επιβράδυνε τους τελευταίους μήνες και ότι η συνοχή κάποιων μέτρων με δεσμεύσεις που δόθηκαν στους Ευρωπαίους εταίρους δεν είναι εξασφαλισμένη και θέτει κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων».
Τρύπα 1,9 δισ. ευρώ για το 2019
Υπενθυμίζεται οι ευρωπαίοι επέμεναν ότι το κόστος μόνο για το 2019 υπολογίζεται σε 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1,9 δις ευρώ και αναλύεται ως επίπτωση 0,4% του ΑΕΠ από τις 120 δόσεις και 0,6% από τις παροχές.
Το κόστος για το 2020 ανεβαίνει ως το 1,5% του ΑΕΠ, αν και η συζήτηση επ’ αυτού θεωρείται εξαιρετικά πρόωρη, καθώς θα αποτελέσει αντικείμενο των συζητήσεων το Σεπτέμβριο, ο οποίος θεωρείται εκ προοιμίου εξαιρετικά κρίσιμος.
Όσον αφορά στις πρόσθετες παροχές που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το 2020, οι θεσμοί σημειώνουν ότι η κυβέρνηση έχει δώσει μια μερική εκτίμηση για δημοσιονομικό αντίκτυπο ύψους 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ, αλλά δεν έχει γίνει οριστική αποτίμηση των μέτρων αυτών, καθώς δεν έχουν νομοθετηθεί.
«Στις 15 Μαΐου, μετά την υποβολή του Προγράμματος Σταθερότητας, οι αρχές υιοθέτησαν ένα πακέτο μόνιμων δημοσιονομικών μέτρων τα οποία εκτιμάται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι θα έχουν δημοσιονομικό κόστος άνω του 1% του ΑΕΠ το 2019 και εξής. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν νέες ρυθμίσεις για χρέη προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους δήμους, μειώσεις σε επιλεγμένους συντελεστές ΦΠΑ, την εισαγωγή 13ης σύνταξης και την ακύρωση της προηγούμενης μεταρρύθμισης στις συντάξεις χηρείας», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Οι θεσμοί διατυπώνουν επίσης την ένστασή τους για την «ποιότητα» των μέτρων που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι ακυρώνουν μνημονιακές μεταρρυθμίσεις: «Για παράδειγμα, η διάρκεια των νέων ρυθμίσεων οφειλών είναι πολύ μεγάλη (120 μηνιαίες δόσεις) και οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περιορισμένες μόνο προβλέψεις για να αξιολογηθεί η δυνατότητα πληρωμής των οφειλετών…
Οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ για τρόφιμα, εστίαση, ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο έρχονται σε αντίθεση με ένα σημαντικό μέτρο που υιοθετήθηκε τον Ιούλιο του 2015, ενώ αφήνουν αμετάβλητο τον πολύ υψηλό βασικό συντελεστή 24% και αυξάνουν περαιτέρω το χάσμα στον ΦΠΑ, που είναι ήδη το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε.».
Όσον αφορά στις συντάξεις, αναφέρεται ότι η 13η σύνταξη και οι αλλαγές στα κριτήρια χορήγησης των συντάξεων χηρείας αλλάζουν εν μέρει μέτρα που υιοθετήθηκαν το 2012 και το 2016 αντιστοίχως, θα αυξήσουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη, που είναι ήδη η υψηλότερη στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ, και έρχονται σε αντίθεση με μέτρα που υιοθετήθηκαν στον προϋπολογισμό του 2019 ώστε να διατεθεί υψηλότερο μερίδιο δαπανών για κοινωνικά επιδόματα προς τους νέους και τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας.