Η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχει επιτευχθεί ενισχύει το επιχείρημα ότι συνολικά ο πιστωτικός κίνδυνος σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και επιπρόσθετα ότι η περαιτέρω ταχεία αποκλιμάκωση καθίσταται πλέον καθοριστικής σημασίας, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος» που είδε σήμερα το φως της δημοσιότητας, τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.
Η ΤτΕ κάνει λόγο για σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος η οποία συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018 καθώς και για βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, ενώ παράλληλα προβλέπει ότι η ανάπτυξη το 2019 θα διαμορφωθεί σε ανάλογο επίπεδο με το 1,9% που ανήλθε πέρσι.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και κατά το 2018 η σαφής θετική πορεία πιστοποιήθηκε από την εξέλιξη των μεγεθών.
Τα πιστωτικά ιδρύματα προχώρησαν στην πλήρη απεξάρτησή τους από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Emergency Liquidity Assistance) το Μάρτιο 2019, γεγονός που σηματοδοτεί την ομαλοποίηση της χρηματοδότησης των τραπεζών.
Οι προσπάθειες για την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), που αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, παρουσίασαν επίσης θετικά αποτελέσματα. Το απόθεμα των ΜΕΔ μειώθηκε κατά το 2018 και ανήλθε στο 45,4% του συνολικού χαρτοφυλακίου (ή σε 81,8 δισ. ευρώ), έναντι ποσοστού 47,2% ή 94,4 δισ. ευρώ το 2017.
«Η ανάγκη υιοθέτησης μίας συστημικής λύσης επιβάλλεται προκειμένου οι τράπεζες να προχωρήσουν στον αναγκαίο μετασχηματισμό του επιχειρηματικού τους σχεδίου, την αύξηση της αποδοτικότητάς τους και συνεπώς και στη διασφάλιση των αναγκαίων συνθηκών για τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
Επιπλέον, η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες, αλλά και – κυρίως – θα επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορέσουν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο, τα πιστωτικά ιδρύματα θα συμβάλουν στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης», σημειώνεται στην Έκθεση.
Μείωση
Η μείωση των ΜΕΔ, κατά την περσινή χρονιά ήλθε κυρίως μέσω μη οργανικών ενεργειών (διαγραφές ύψους 5,9 δισ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 5,8 δισ. ευρώ), ενώ συνεχίστηκε η καθαρή εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως λόγω αθέτησης υποχρεώσεων από πιστούχους με ρύθμιση οφειλής.
Μέσα στο 2018 δάνεια ανεξόφλητου υπολοίπου 7,7 δισ. ευρώ κατέστησαν μη εξυπηρετούμενα την ώρα που «θεραπεύτηκαν», κατόπιν ρύθμισης δάνεια 6,8 δισ. ευρώ. Από εισπράξεις και ρευστοποιήσεις τα ΜΕΔ μειώθηκαν μόλις κατά 3,7 δισ. ευρώ.
Το ύψος των δανείων
Το ύψος των δανείων αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay) και το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες αποτελούν σημαντικούς δείκτες για την περαιτέρω πορεία του πιστωτικού κινδύνου. Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης ανήλθαν σε 25,1 δισ. ευρώ (31% των ΜΕΔ) στο τέλος του 2018, μειωμένα κατά 14,6% σε σχέση με το τέλος του 2017 (29,3 δισ. ευρώ).
Ωστόσο, προβληματίζει το γεγονός ότι επιδεινώθηκε ο λόγος των δανείων, τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες, προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές). Συγκεκριμένα, ο λόγος ανήλθε σε 13,4% στο τέλος του 2018, επίπεδο υψηλότερο από εκείνο στο τέλος του 2017.
Το σύνολο των ρυθμισμένων (forborne) δανείων ανήλθε στο τέλος του 2018 σε 46,3 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 25,7% των συνολικών δανείων, έναντι 25,2% στο τέλος του 2017 (50,3 δισ. ευρώ). Εντούτοις, το 19,9% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ήμερων, έναντι 19,5% στο τέλος του 2017. Το 47,8% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 54,7% στο τέλος του 2017.