Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των κομμάτων στη Βουλή, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πλειοψηφία εδρών για τη Νέα Δημοκρατία
Oι ελληνικοί πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά. Πρώτο κόμμα στις εκλογές της Κυριακής θα είναι η Νέα Δημοκρατία, λόγο του προεκλογικού της προγράμματος που είναι είναι πιο ξεκάθαρα προσανατολισμένο προς τη μείωση του φορολογικού βάρους και τη βελτίωση τους επιχειρηματικούς κλίματος. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πώς σκοπεύει να χρηματοδοτήσει αυτές τις μειώσεις φόρων, σημειώνει η Citigroup σε νέα έκθεσή της για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά τις κάλπες.
Επιπλέον, επισημαίνεται πως οι ελληνικοί πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά συγκριτικά με τις προηγούμενες δυο εθνικές εκλογές (τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015) και τώρα υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία κομμάτων στη Βουλή που τάσσονται υπέρ μιας σχέσης συνεργασίας με τους διεθνείς δανειστές της Ελλάδας και που είναι κυρίως φιλο-ευρωπαϊκά, επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα. Αυτή η σχέση παραμένει ο σημαντικότερος παράγοντας για τη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους και την ανάκαμψη της χώρας, που βρίσκεται στα σπάργανα.
Στην έκθεσή της, η Citi αποτιμά τις προοπτικές για ανοδικά ρίσκα στην περίπτωση που –όπως φαίνεται πιθανό- η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κερδίσουν τις εκλογές και ηγηθούν της επόμενης κυβέρνησης πλειοψηφίας.
Και πάλι στην εξουσία οι συντηρητικοί
Όπως επισημαίνει η Citi, η ΝΔ στις δημοσκοπήσεις του Ιουνίου συγκεντρώνει ποσοστά μεταξύ 35% και 40% των ψήφων, ποσοστά τα οποία είναι σημαντικά υψηλότερα από τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 (28%), όταν έχασε την εξουσία από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η νυν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί με διαφορά περίπου 10 μονάδων, χαμηλότερα από το αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου του 2015 (35,6%), και έτσι είναι μάλλον απίθανο ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας να διατηρήσει την εξουσία.
Η Citi σημειώνει πως οι αλλαγές στις προθέσεις ψήφου των Ελλήνων τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν εκδηλωθεί κυρίως μεταξύ των κομμάτων που βρίσκονται σχετικά στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Οι ακροδεξιές και ακροαριστερές ομάδες δεν επωφελήθηκαν της μείωσης της συναίνεσης με τους κυβερνητικούς εταίρους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά τη σημαντική δημοσιονομική πειθαρχία και τις μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν κατά την περίοδο 2015-2018 στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος διάσωσης.
Χάρη στο μπόνους των 50 εδρών που δίνεται στο πρώτο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία φαίνεται τώρα πως θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία εδρών στη Βουλή (γύρω στις 155-160 σύμφωνα με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις). Πέραν της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, δυο με πέντε άλλα πολιτικά κόμματα ίσως ξεπεράσουν το όριο του 3% για να εισέλθουν στη Βουλή.
Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των κομμάτων στη Βουλή, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πλειοψηφία εδρών για τη Νέα Δημοκρατία. Στην περίπτωση που η ΝΔ εμφανίσει ισχνές επιδόσεις, ερχόμενη μεν πρώτη αλλά χωρίς να εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία, τότε το κεντροαριστερό Κίνημα Αλλαγής –μια ανασυγκρότηση παλαιών κομμάτων, περιλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ- θα μπορούσε να γίνει κυβερνητικός εταίρος της ΝΔ.
Προεκλογικές εξαγγελίες
Μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κακουχίας (το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε σχεδόν κατά 25% από το 2007), και τα δυο βασικά κόμματα έχουν κατευθύνει τις τελευταίες προεκλογικές τους δεσμεύσεις προς την προσέλκυση των κεντρώων ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης, υποσχόμενα κυρίως μεγάλες περικοπές φόρων.
Σύμφωνα με την Citi, το προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι πιο ξεκάθαρα προσανατολισμένο προς τη μείωση του φορολογικού φάρους και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πώς σκοπεύει να χρηματοδοτήσει αυτές τις μειώσεις φόρων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κινηθεί ξεκάθαρα προς πιο συστημικές οικονομικές θέσεις, συγκριτικά με τέσσερα χρόνια πριν, απορρίπτοντας τις αντιευρωπαϊκές απόψεις του. Ωστόσο, οι προεκλογικές εξαγγελίες του εξακολουθούν να γέρνουν προς αριστερές πολιτικές. Ενώ η πλατφόρμα του περιλαμβάνει κάποιες περικοπές φόρων (μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση φόρων για τους νεοπροσλαμβανόμενους, χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ), δεσμεύεται να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 7,5% μέχρι το 2020 και το 2021, να αυξήσει τις προσλήψεις στο Δημόσιο στον τομέα της Υγείας και της Παιδείας, ενώ δεσμεύεται και για περισσότερες «πράσινες» πολιτικές.
Σε μια προεκλογική κίνηση, τον Μάιο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εισήγαγε ήδη μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης με στόχο να χαλαρώσουν οι κανόνες για τη συλλογή φορολογικών οφειλών, τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε τρόφιμα και ενεργειακά προϊόντα και την αύξηση των συνταξιοδοτικών παροχών. Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκτιμά ότι το «πακέτο» των μέτρων αυτών μπορεί να κοστίσει περισσότερο από το 1% του ΑΕΠ.
Πώς χρηματοδοτείται η μείωση φόρων
Όπως επισημαίνει η Citi στην έκθεσή της, η μείωση των φόρων από μακροοικονομική άποψη έχει λογική. Όπως εξηγεί, η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων δέκα ετών επιτεύχθηκε κυρίως μέσω της αυξημένης φορολογίας. Το συνολικό φορολογικό βάρος έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2007. Για παράδειγμα, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε από το 19% το 2007 στο 24%, τα φορολογικά έσοδα από τα ακίνητα αυξήθηκαν από το 1,6% το 2007 στο 3,2% του ΑΕΠ το 2017.
Το παράδοξο είναι πως οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών σημειώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος διάσωσης, υπό την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015. Οι στόχοι για τα πρωτογενές πλεόνασμα έχουν ξεπεραστεί τα τελευταία τρία χρόνια χάρη, κυρίως, στη συνεχιζόμενη υποεκτέλεση των δαπανών στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων.
Κατά την Citi, είναι επιθυμητός ένας χαμηλότερος στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί δημοσιονομικός χώρος. Όπως επισημαίνει, ο τρόπος με τον οποίον χρηματοδοτούνται οι μειώσεις φόρων – ο συνδυασμός χαμηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και χαμηλότερων δημόσιων δαπανών- θα είναι κρίσιμης σημασίας για τον καθορισμό της αποτελεσματικότητάς του στην καλλιέργεια της ανάπτυξης. Ένα χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του 4,4% του ΑΕΠ που επιτεύχθηκε το 2018 είναι οπωσδήποτε δυνατός και πιθανότατα επιθυμητός, δεδομένου ότι ο μεταμνημονιακός στόχος είναι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ (μέχρι το 2022).
Ο κ. Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί με τους πιστωτές για να υπάρξει μείωση του στόχου, κάτι που πιθανόν θα είναι εφικτό εάν μπορέσει να περάσει ταυτόχρονα ένα θαρραλέο πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύει την ανάπτυξη. Με το χρέος στο 180% του ΑΕΠ, ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε δυνητικά να μειώσει το χρέος, αντί να το αυξήσει, καθώς μια υψηλότερη κατά 1 ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ (ή μείωση 100 μ.β. στο μέσο κόστος του χρέους) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματική στη μείωση του χρέους απ’ ότι ένα επιπλέον πρωτογενές πλεόνασμα 1 ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ.
Ωστόσο, το περιθώριο για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει ήδη μειωθεί καθώς το πρόσφατο πακέτο μέτρων της κυβέρνησης, που κατά κύριο λόγο αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες, είναι πιθανό να διαβρώσει μέρος αυτού του δημοσιονομικού χώρου, εκτός και αν αντιστραφεί από μια νέα κυβέρνηση της ΝΔ. η Τράπεζα της Ελλάδος εκτίμησε αυτήν την εβδομάδα πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα περιοριστεί στο 2,9% του ΑΕΠ φέτος ως αποτέλεσμα των μέτρων.
Νέες περικοπές συντάξεων
Όπως σημειώνει η Citi, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο βαθμός του δημοσιονομικού χώρου στην Ελλάδα. Το μέγεθος του χάσματος της οικονομικής παραγωγής, μετά από μια συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 25%, παραμένει εξαιρετικά ασαφές, ενώ είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη η έκταση με την οποία τα κυκλικά φορολογικά έσοδα (και η φορολογική συμμόρφωση) μπορεί να εξελιχθούν σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, που θα είναι περισσότερο προσανατολισμένο στις εξαγωγές.
Η Citi χαρακτηρίζει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση ως τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες. Εκτιμά πως, πέραν μιας ακόμα συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, το περιθώριο για σημαντικές επιπλέον περικοπές στις δημόσιες δαπάνες είναι περιορισμένο. Παρά τις πολλές μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος, που αύξησαν το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και μείωσαν τις παροχές, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες στην Ελλάδα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο του ΑΕΠ (16% το 2018) στην ΕΕ και καλύπτουν το 37% των συνολικών δημοσίων δαπανών. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα ιδιαίτερα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, αλλά και στις σχετικά γενναίες –ακόμα- συνταξιοδοτικές παροχές σε σχέση με τα μέσα εισοδήματα. Ο λόγος των παροχών (το μέσο εισόδημα από συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ανά ώρα) εξακολουθεί να είναι μακράν ο υψηλότερος στην ΕΕ. Οι περικοπές στις συντάξεις δεν έχουν ακολουθήσει τον ρυθμό της μείωσης των μισθών και των εισοδημάτων.
Η περικοπή των συντάξεων βρήκε σθεναρή αντίσταση από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία τριβής με τους διεθνείς πιστωτές (κυρίως του ΔΝΤ). Κατά την εκτίμηση της Citi, το περιθώριο που θα έχει η ΝΔ για μεγάλες μειώσεις φόρων, θα εξαρτηθεί από την απελευθέρωση πόρων από το συνταξιοδοτικό σύστημα, όμως η προθυμία του κόμματος να το πράξει αυτό παραμένει αβέβαιη.
Πέραν των δημοσιονομικών ζητημάτων
Δεδομένων των δημοσιονομικών περιορισμών για την εκτεταμένη μείωση φόρων, θα πρέπει να επιδιωχθούν άλλες πολιτικές προκειμένου να στηριχθεί η ανάκαμψη, η οποία παραμένει πολύ αδύναμη. Το ΑΕΠ εμφανίζει θετικό ρυθμό ανάπτυξης από το 2017, όμως η ανάκαμψη –περίπου 1,5%-2% ετησίως σε πραγματικούς όρους και 2-2,5% σε ονομαστικούς όρους – εξακολουθεί να είναι πολύ αδύναμη για να εγγυηθεί μια σταθερή μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
H Citi «βλέπει» δυο σοβαρά εμπόδια για την επίτευξη μιας πιο διατηρήσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα: το πρώτο είναι η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης της ανάκαμψης και το δεύτερο είναι η ισχνή, ακόμα, ανταγωνιστικότητα και ελκυστικότητα για τα ξένα κεφάλαια. Τα δυο αυτά προβλήματα είναι αλληλένδετα.
Όπως επισημαίνει, βασική προτεραιότητα πολιτικής θα πρέπει να είναι η απελευθέρωση πόρων χρηματοδότησης. Η παροχή πιστώσεων στην Ελλάδα παραμένει ελάχιστη. Οι ισολογισμοί των ελληνικών τραπεζών εξακολουθούν να επιβαρύνονται από μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) (45% του συνόλου των δανείων το α’ τρίμηνο του 2019) και ο καθαρός δανεισμός των τραπεζών συνεχίζει να συρρικνώνεται. Ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι αρνητικός. Το αν μια νέα συντηρητική κυβέρνηση θα θελήσει να υιοθετήσει τις προτάσεις της TτΕ για δραστική μείωση των NPLs, που περιλαμβάνουν δύσκολες πολιτικά αποφάσεις όπως οι κατασχέσεις σπιτιών, θα είναι μια κρίσιμης σημασίας δοκιμασία για τον κ. Μητσοτάκη. Το ξεκαθάρισμα στον τραπεζικό τομέα θα επιτρέψει επίσης την άρση των τελευταίων capital controls, που αποτελούν μεγάλο αντικίνητρο για τις ξένες επενδύσεις.
Η άλλη βασική προτεραιότητα πολιτικής θα πρέπει να είναι η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Η Ελλάδα είναι μια μικρή οικονομία (το ΑΕΠ του 2018 ήταν 184 δισ. ευρώ) και έτσι ακόμα και 1 δις. ευρώ να εισρεύσει στη χώρα, έχει σημασία για την ανάπτυξη. Οι ξένες επενδύσεις έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, όμως παραμένουν πιο υποτονικές σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Πορτογαλία.
Η Citi αναφέρει επίσης πως η ανταγωνιστικότητα των τιμών έχει βελτιωθεί, όπως φαίνεται από τις ισχυρότερες εξαγωγές. Το εύρος των πολιτικών για την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου δυνητικά είναι μεγάλο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ανταγωνιστικότητα των τιμών της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι τιμές και οι μισθοί έχουν μειωθεί ή έχουν αυξηθεί πολύ λιγότερο απ’ ότι στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας. Η διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης ήταν η πιο έντονη μεταξύ των χωρών της ευρωπεριφέρειας. Οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί από το 2017, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει αρχίσει να διευρύνεται και πάλι, καθώς η εγχώρια ανάκαμψη έχει οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμών σε τομείς υπηρεσιών (ο τουρισμός και η ναυτιλία είναι οι δυο βασικότεροι τομείς) αντισταθμίζεται από τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος στον τομέα των αγαθών.
Η ανταγωνιστικότητα (εκτός τιμών) όμως παραμένει ισχνή, χαμηλότερη απ’ ότι σε άλλες χώρες. Οι επιδόσεις της Ελλάδας σε διάφορες μετρήσεις, όπως το Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας ή την Έκθεση Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, είναι στάσιμες τα τελευταία χρόνια ή έχουν επιδεινωθεί ελαφρώς. Σύμφωνα με την έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας, για παράδειγμα, η έναρξη επιχείρησης στην Ελλάδα έχει γίνει πολύ πιο εύκολη τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως η υλοποίηση συμβάσεων και η καταβολή φόρων έχουν γίνει πιο δύσκολα. Η άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η βελτίωση του δικαστικού συστήματος και των ρυθμιστικών πλαισίων, η καλλιέργεια του ανταγωνισμού στην αγορά, θα βοηθούσαν ώστε να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα. Η Νέα Δημοκρατία, που είναι πιο φιλοεπιχειρηματική, πιθανόν βρίσκεται σε καλύτερη θέση απ’ ότι άλλα κόμματα για να το κάνει αυτό, όμως η εφαρμογή χρειάζεται χρόνο και παραμένει πολιτικά δύσκολη.
Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων θα ήταν ένας άλλος τρόπος για γρήγορη προσέλκυση περισσότερων ξένων κεφαλαίων. Και πάλι, οι Συντηρητικοί φαίνεται να βρίσκονται σε καλύτερη θέση για να κινηθούν ταχύτερα, ωστόσο θα υπάρξει μεγάλη πολιτική αντίσταση.
Το δύσκολο έργο της επόμενης κυβέρνησης
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το βασικό «προτέρημα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι υλοποίησε τον τελευταίο επώδυνο γύρο δημοσιονομικής προσαρμογής, φέρνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα στο ιστορικό υψηλό του 4,4% του ΑΕΠ το 2018, γράφει στην έκθεσή της η Citi. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να βγει από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Παρά το ότι το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να υπερβαίνει το 180% του ΑΕΠ και δεν μειώνεται ακόμα, η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση της Αθήνας με τους επίσημους πιστωτές της, που κατέχουν γύρω στο 80% του δημόσιου χρέους. Ο κίνδυνος να επιδεινωθούν εκ νέου αυτές οι σχέσεις, φαίνεται τώρα πολύ μικρότερος απ’ ότι ήταν στο παρελθόν.
Οι εκλογές της Κυριακής πιθανόν να φέρουν ξανά στην εξουσία τους Συντηρητικούς, κυρίως λόγω των δεσμεύσεών τους για μειώσεις φόρων. Μετά από τόσα πολλά χρόνια ύφεσης και δημοσιονομικής λιτότητας, η προοπτική και μόνο μιας πιο φιλοεπιχειρηματικής αλλαγής πορείας μπορεί να δημιουργήσει οικονομική ευφορία, που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Η δημοσιονομική πολιτική ήδη γίνεται λιγότερο περιοριστική και εκτιμάται πως θα συμβάλει στην προστασία της Ελλάδας, εν μέρει τουλάχιστον, από τις εξωτερικές αδυναμίες. Επιπλέον, ως μέλος του κεντροδεξιού ΕΛΚ που περιλαμβάνει επίσης του γερμανικό CDU και το αυστριακό OVP, η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να ασπάζεται τη μνημονιακή αρχή πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις επιτρέπουν μια πιο επιεική ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων.
Μια υψηλότερη ανάπτυξη μπορεί να είναι αρκετή για να συνεχίσουν οι οίκοι αξιολόγησης τις αναβαθμίσεις τους, εκτιμά η Citi. Η αξιολόγηση της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και υστερεί έναντι άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας. Η δυνατότητα ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στην περίπτωση που η ΕΚΤ αποφασίσει νέο γύρο αγοράς τίτλων, πιθανότατα θα εξαρτηθεί από το αν η αξιολόγηση της Ελλάδας επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, καθώς η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον υπό την επιτήρηση ενός προγράμματος διάσωσης.
Ωστόσο, καταλήγει η Citi, τo έργο που θα έχει η επόμενη κυβέρνηση, για να φέρει την Ελλάδα σε έναν ενάρετο δρόμο ανάπτυξης και να σχεδιάσει μια σταθερή μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει δύσκολο. Η ικανότητα του κ. Μητσοτάκη να υλοποιήσει τις φορολογικές του δεσμεύσεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά του να αντιμετωπίσει άλλα, πολιτικά δύσκολα, ζητήματα, όπως το ξεκαθάρισμα των «κόκκινων» δανείων, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και οι μεταρρυθμίσεις για την διευκόλυνση του επιχειρείν. Επίσης, μελλοντικά μπορεί να είναι απαραίτητος ένας ακόμα γύρος μείωσης συντάξεων, προκειμένου να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος.