Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα (στοιχεία ΙΟΒΕ) παρουσίασε οριακή μηνιαία βελτίωση τον Ιούνιο 2019, ωστόσο παρέμεινε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους.
Αναλυτικά, αυξήθηκε στις 101,0 μονάδες από 100,8 μονάδες τον Μάιο 2019.
Από τους 5 επί μέρους δείκτες εμπιστοσύνης που συνθέτουν τον δείκτη οικονομικού κλίματος, 3 κινήθηκαν ανοδικά και 2 πτωτικά, παρατηρεί η Eurobank στην ανάλυσή της με τίτλο “7 ημέρες οικονομίας”.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης εμπιστοσύνης στο λιανικό εμπόριο, έπειτα από 4 διαδοχικούς μήνες καθοδικής πορείας (από 23,0 μονάδες τον Ιανουάριο 2019 στις -0,7 μονάδες τον Μάιο 2019, αποτέλεσμα το οποίο αποτυπώνεται στα στοιχεία του δείκτη όγκου λιανικού εμπορίου) σημείωσε την υψηλότερη μηνιαία βελτίωση και διαμορφώθηκε στις 9,2 μονάδες.
Ακολούθησαν με μικρότερη αύξηση οι δείκτες εμπιστοσύνης υπηρεσιών (+0,6 MoM) και καταναλωτή (+1,7 MoM), με τον τελευταίο να ανέρχεται σε υψηλό 9,6 ετών.
Η ενίσχυση του δείκτη εμπιστοσύνης καταναλωτή συνδέεται σε έναν βαθμό με τα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης του Μαΐου 2019 και με τον εκλογικό κύκλο.
Τέλος, οι δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στους κλάδους της βιομηχανίας και των κατασκευών κατέγραψαν μείωση τον Ιούνιο 2019 (-0,4 MoM για τον πρώτο και -1,9 MoM για τον δεύτερο).
Μολονότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος σημείωσε βελτίωση – για 2ο συνεχή μήνα – τον Ιούνιο 2019, η γενική εικόνα των προσδοκιών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένει κατά μέσο όρο αμετάβλητη τους τελευταίους 10 μήνες (οι μηνιαίες παρατηρήσεις κυμαίνονται γύρω από έναν μέσο όρο της τάξης των 100,7 μονάδων).
Το εν λόγω αποτέλεσμα, 1ον αντικατοπτρίζει τη χειροτέρευση των επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, τις υπηρεσίες και τις κατασκευές που αντισταθμίζει τη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και του δείκτη εμπιστοσύνης στη βιομηχανία, 2ον αποτυπώθηκε στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του 4ου τριμήνου 2018 και του 1ου τριμήνου 2019 (επιβράδυνση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης) και 3ον ερμηνεύεται από παράγοντες που αφορούν το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας.
Στο εσωτερικό περιβάλλον, η ομαλή ολοκλήρωση του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο 2018 είχε καταλυτική επίδραση στην αύξηση του δείκτη οικονομικού κλίματος σε υψηλό 42 τριμήνων το 3ο τρίμηνο 2018.
Ωστόσο, οι μετέπειτα καθυστερήσεις ως προς την εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας είχαν αρνητικό αντίκτυπο στον δείκτη οικονομικού κλίματος.
Στο εξωτερικό περιβάλλον, η επιδείνωση του αντίστοιχου δείκτη στην Ευρωζώνη (από τις 114,5 μονάδες τον Δεκέμβριο 2017 στις 103,3 μονάδες τον Ιούνιο 2019) και η παράλληλη επιβράδυνση του πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης από 2,5% το 4ο τρίμηνο 2017 (σε ετήσια βάση) στο 1,0% το 1ο τρίμηνο 2019 είχαν αρνητική επίδραση – έστω και με καθυστέρηση – στον δείκτη οικονομικού κλίματος της Ελλάδας.
Η ελάττωση του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών μελών δημιουργεί κινδύνους για τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της Ελλάδας το 2019.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ετήσιων εθνικών λογαριασμών, οι εξαγωγές αγαθών υπηρεσιών ήταν στο 34,0% του πραγματικού ΑΕΠ το 2018 από 22,5% το 2007.
Συνεπώς η λογιστική επίδραση στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της Ελλάδας από μια πιθανή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών είναι σήμερα υψηλότερη σε σύγκριση με το παρελθόν.
Επιβραδύνθηκε ο ρυθμός βελτίωσης των λειτουργικών συνθηκών στον τομέα της μεταποίησης τον Ιούνιο 2019.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της IHS Markit, οι λειτουργικές συνθήκες στον τομέα της μεταποίησης στην Ελλάδα παρέμειναν σε τροχιά βελτίωσης για 25ο συνεχή μήνα τον Ιούνιο 2019. Ωστόσο, ο ρυθμός βελτίωσης επιβραδύνθηκε για 2ο συνεχή μήνα και διαμορφώθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Νοέμβριο 2017.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης PMI μεταποίησης της IHS Markit μειώθηκε στις 52,4 μονάδες από 54,2 μονάδες τον Μάιο 2019.
Σύμφωνα με το δελτίο τύπου της IHS Markit, η προαναφερθείσα πτώση προήλθε από την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των νέων παραγγελιών, της παραγωγής και της απασχόλησης.
Επιπρόσθετα, τα αποθέματα έτοιμων προϊόντων μειώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 28 μηνών ενώ οι τιμές εκροών συνέχισαν να κινούνται καθοδικά (σύμφωνα με τα μέλη των εταιριών που συμμετείχαν στην έρευνα, η μείωση των τιμών εκροών οφείλεται στην ενίσχυση του ανταγωνισμού).
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένας παράγοντας ανησυχίας που αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας του Ιουνίου 2019 είναι ο υποτονικός ρυθμός αύξησης των εξαγωγών, με την επιβράδυνση της ζήτησης από το εξωτερικό σταδιακά να επιδρά στην οικονομική δραστηριότητα του μεταποιητικού τομέα στην Ελλάδα.
Το υπόλοιπο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα στα εγχώρια Νομισματικά και Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ) ανήλθε στα €135,3 δις τον Μάιο 2019. Σε σύγκριση με τον Απρίλιο 2019 και τον Μάιο 2018 καταγράφηκε ενίσχυση της τάξης των €585,2 (ή 0,4%) και €7.214,5 εκατ. (ή 5,6%) αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το υπόλοιπο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα στα εγχώρια ΝΧΙ συνέχισε να κινείται ανοδικά τον Μάιο 2019.
Συγκριμένα διαμορφώθηκε στα €135,3 δις ενισχυμένο σε σύγκριση με τον Απρίλιο 2019 και τον Μάιο 2018 κατά €585,2 (ή 0,4%) και €7.214,5 εκατ. (ή 5,6%) αντίστοιχα.
Σε σύγκριση με το ιστορικό χαμηλό του Απριλίου 2017, η συνολική αύξηση του υπολοίπου των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται στα €16,3 δις ή 13,7%. Η εν λόγω ενίσχυση προήλθε κατά 76,0% από τον θεσμικό τομέα των νοικοκυριών (€12,4 δις ή 12,5%) και κατά 24,0% (€3,9 δις ή 19,7%) από τον θεσμικό τομέα των επιχειρήσεων.
Τέλος, σε σχέση με το τέλος του 2018 (Δεκέμβριος 2018) ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων παρουσίασε επιβράδυνση, ήτοι €0,8 δις ή 0,6% από €1,7 δις ή 1,4% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Η περαιτέρω ενίσχυση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον ρυθμό ενίσχυσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας (αύξηση ΑΕΠ, αύξηση συναλλαγών, αύξηση καταθέσεων) και την ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης.
Μέχρι σήμερα, η μείωση του αποθησαυρισμού, λόγω της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος και της αβεβαιότητας, αποτέλεσε τον βασικό ερμηνευτικό παράγοντα για την σωρευτική αύξηση των καταθέσεων.
Αυτό αποδεικνύεται από τη μείωση του φυσικού χρήματος σε κυκλοφορία από το 28,3% του ΑΕΠ τον Ιούνιο 2015 (10,5% στην Ευρωζώνη) στο 14,4% του ΑΕΠ τον Μάιο 2019 (10,9% στην Ευρωζώνη).