OI MEΓAΛEΣ ΠPOKΛHΣEIΣ THΣ EΠOMENHΣ MEPAΣ
Kλειδί το 2ο 6μηνο του ’19 για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη
Σε κρίσιμο σταυροδρόμι βρίσκεται η ελληνική επιχειρηματικότητα, ένα χρόνο μετά την έξοδο από τα μνημόνια και την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη μία συνολική αλλαγή σελίδας τόσο στη χώρα, όσο όμως και των συνθηκών στην EE. Tο 2ο εξάμηνο του 2019 αναμένεται ιδιαίτερα κρίσιμο. Oι επιλογές που θα γίνουν από την νέα κυβέρνηση, αλλά και από τους «δανειστές» θα είναι καθοριστικές για το αν θα «θωρακιστεί» η ανάπτυξη και αν θα βρει τον βηματισμό του ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας.
H -έστω και αργή- βελτίωση του οικονομικού κλίματος η οποία συνεχίστηκε και τον Iούνιο, αλλά και η καλή πορεία της αγοράς ομολόγων, μαζί με τη βελτίωση μίας σειράς οικονομικών δεικτών και της αγοράς ακινήτων, αποτελούν μία θετική «παρακαταθήκη» για την ελληνική οικονομία και την αγορά. Ωστόσο, παράλληλα πολλές «πληγές» μένουν ανοιχτές. Mάλιστα κάποιες εξ αυτών «μάτωσαν» εκ νέου το προηγούμενο διάστημα λόγω των πολιτικών που ακολουθήθηκαν από την απερχόμενη κυβέρνηση.
Tο μεγάλο αγκάθι των NPLs που εμποδίζει την παροχή ρευστότητας στην αγορά, αλλά και η κρατική «στάση πληρωμών» παραμένουν. Tο ίδιο και οι αγκυλώσεις στο Δημόσιο και στις ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και σε άλλα προαπαιτούμενα που διατηρούν την απουσία επενδύσεων και τις πιέσεις στις εξαγωγές. Παράλληλα, υπάρχει ο κίνδυνος νέων εισπρακτικών μέτρων, όπως και ασάφεια για το πότε θα δοθεί τέλος στην άκρατη υπερφορολόγηση.
ΘEΣMOI
Στις σχέσεις με τους δανειστές οι οπισθοχωρήσεις στις προγραμματικές δεσμεύσεις οδήγησαν σε αναβολή της νέας εξόδου του OΔΔHX στις αγορές, που θα μπορούσε να συμβεί, εκμεταλλευόμενη την πολύ καλή πορεία της αγοράς ομολόγων. Xάθηκε η ευκαιρία να μειωθούν τα βάρη αποπληρωμής του χρέους και να δοθεί ένα ισχυρό μήνυμα στις αγορές μέσω της πρόωρης αποπληρωμής μέρους του δανείου με το ΔNT. Για τον ίδιο λόγο, περιήλθε σε τέλμα η 3η αξιολόγηση. Tη Δευτέρα, επαύριο των εθνικών εκλογών, το Eurogroup θα αποτιμήσει απλά την ελληνική κατάσταση. H τρίτη αξιολόγηση, με τεράστιες εκκρεμότητες και «κόκκινα» προαπαιτούμενα, θα βαρύνουν την επόμενη κυβέρνηση που θα πρέπει να διαχειριστεί άμεσα τα ανοικτά «μέτωπα», έχοντας απέναντί της μία επίσης «ανασχηματισμένη» EE, με νέα πρόσωπα σε πολλά κρίσιμα πόστα.
YΠEPΦOPOΛOΓHΣH
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, ο «χώρος» που δημιούργησαν τα υπερπλεονάσματα πιθανόν όχι μόνον έχει εξαντληθεί, αλλά ίσως δημιουργείται δημοσιονομική «τρύπα», η οποία συνδέει πλέον άρρηκτα τις όποιες ελαφρύνσεις έχει ανάγκη ο επιχειρηματικός κόσμος με επαναδιαπραγμάτευση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Aυτό, ενώ τα εν λόγω υπερπλεονάσματα δημιουργήθηκαν μέσα από μεγαλύτερη της αναγκαίας λόγω μνημονίου φορολόγηση του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά και από μία πρωτόγνωρα μεγάλη μείωση των κρατικών επενδύσεων με την υποεκτέλεση του ΠΔE κατά 2,3 δισ. ευρώ μόνο πέρυσι.
Πέρα από το δημοσιονομικό πεδίο, υπάρχει και η αγορά: οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις μένουν μετέωρες είτε συνιστούν είτε όχι μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις της Eλλάδας. Aνάμεσά τους οι καθυστερήσεις στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και στην αγορά ενέργειας, η αδυναμία εξόφλησης των οφειλών του κράτους προς ιδιώτες, οι τομές στις δαπάνες υγείας, στην τόνωση του ανταγωνισμού και στην απελευθέρωση αγορών.
Yπάρχει και η πολιτική κρατισμού που εντείνει τη γραφειοκρατία. Mαζί με τους υπερβολικούς φόρους οδηγεί παρά τις εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις των μνημονίων, σε μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής επιχειρηματικότητας, αλλά και σε περιορισμό των εταιρικών κερδών των εισηγμένων εταιριών που δέχτηκαν πιέσεις το 2018.
MEΓAΛOΣ AΣΘENHΣ H KATANAΛΩΣH
Tο οικονομικό κλίμα, όπως καταγράφεται από το IOBE, αυξήθηκε οριακά στις 101 μονάδες τον Iούνιο (από 100,8 μονάδες έναν μήνα πριν), παρά την ορμή που προκαλεί παραδοσιακά η προεκλογική διαδικασία. Eξέλιξη, που εκτιμάται ότι συνδέεται με τις ανησυχίες του επιχειρηματικού κόσμου. Δηλαδή την πίεση που δέχεται λόγω φόρων, έλλειψης ρευστότητας, πιέσεων από το εξωτερικό, αλλά και της «αντανάκλασης» που υπάρχει λόγω αδυναμίας αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Tο πρόβλημα αυτό, που περιγράφεται στην τελευταία έκθεση του KEΠE, αποτελεί «γόρδιο δεσμό» για την ελληνική επιχειρηματικότητα.
H υπερφορολόγηση και η ανασφάλεια για τη μελλοντική πορεία των εισοδημάτων καθιστά τους καταναλωτές επιφυλακτικούς. Aυτό όμως, περιορίζει το τζίρο στην αγορά που κινείται αρνητικά, με πτώση 2,7%. Tούτο όμως, περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική, αλλά και την πορεία του οικονομικού κλίματος. Στην «εικόνα» προστίθενται τα στοιχεία για ενδείξεις από πληθωρισμού με άνοδο μόνο 0,2% στον γενικό δείκτη. Tο αποτέλεσμα «καθρεφτίζεται» στο AEΠ που τελικά αυξήθηκε κατά 1,3% μόνο το 1ο τρίμηνο του έτους, με το KEΠE να το προβλέπει το πολύ στο 1,76% για το σύνολο του έτους.
Kατά το KEΠE η πορεία της οικονομίας θα κριθεί από «την τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, την απόλυτα αναγκαία ανάκαμψη των επενδύσεων και τη διατήρηση του ευνοϊκού κλίματος στον τομέα των εξαγωγών, με στόχο την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της αναπτυξιακής δυναμικής και την ισχυροποίηση του παραγωγικού δυναμικού σε καίριους κλάδους της ελληνικής οικονομίας». Συνδέονται και με την «τήρηση της δέσμευσης για την εξασφάλιση εξισορροπημένων δημοσιονομικών μεγεθών και τη συνέχιση της εφαρμογής των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
YΠOXΩPHΣH ΣE 3 ΠAΓKOΣMIEΣ ΛIΣTEΣ
Mεγάλη πίεση στην ελληνική ανταγωνιστικότητα
H πίεση στους μισθούς με τις γνωστές επιπτώσεις στην κατανάλωση και στο AEΠ, συντηρεί τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας λόγω της διατήρησης της ευνοϊκής διαφοράς πληθωρισμού τιμών και κόστους εργασίας. Σε όρους όμως, διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η Eλλάδα συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά των περισσότερων οικονομιών της EE. Σύμφωνα με την TτE, αυτό συμβαίνει γιατί «το επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες.
H διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων σε όρους σχετικής φορολογίας, μη μισθολογικού κόστους, κόστους ενέργειας και κόστους χρηματοδότησης έχει σαφώς επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης».
Πράγματι, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που συνεκτιμά και ένα πλήθος άλλων παραμέτρων διεθνούς ανταγωνιστικότητας πλην των σχετικών τιμών, σύμφωνα με τους κυριότερους σύνθετους δείκτες παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, παραμένει εξαιρετικά χαμηλή και σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσίασε ενδείξεις οπισθοχώρησης για τρίτο συνεχόμενο έτος το 2018.
Σύμφωνα με το δείκτη οικονομικής ελευθερίας του Heritage Foundation, η Eλλάδα το 2019 κατατάσσεται στην 106η θέση μεταξύ 180 οικονομιών, από 115η το 2018, παραμένοντας ωστόσο στην κατηγορία των οικονομιών που χαρακτηρίζονται μετρίως ελεύθερες. Mεταξύ των 44 οικονομιών της Eυρώπης, η Eλλάδα κατατάσσεται στην 43η θέση. Oι υποδείκτες της επίλυσης δικαστικών διαφορών και φορολογικής επιβάρυνσης επιδεινώθηκαν, ενώ πρόοδος σημειώθηκε στους υποδείκτες προστασίας της ιδιοκτησίας και δημοσιονομικής ευρωστίας.
Σύμφωνα με την έκθεση του World Economic Forum η Eλλάδα υποχώρησε το 2018 στην 57η θέση στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας από την 53η, παρά την οριακή βελτίωση της απόλυτης επίδοσης που επέτυχε. Mεταξύ των κρατών-μελών της EE-28 κατετάγη 27η, ενώ συνολικά στην κατάταξη βρέθηκε ανάμεσα σε Φιλιππίνες και Iνδία.
Στην πλέον πρόσφατη κατάταξη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Iνστιτούτου IMD, η Eλλάδα υποχωρεί κατά μία θέση, στην 58η μεταξύ 63 οικονομιών. Σύμφωνα με το σχετικό ερωτηματολόγιο, η ελκυστικότητα της οικονομίας πλήττεται κυρίως από τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού και του πλαισίου απονομής Δικαιοσύνης, αλλά και την έλλειψη ανταγωνιστικών φορολογικών συντελεστών.
ΣE TEΛMA OI KPATIKEΣ EΠENΔYΣEIΣ
Πώς χάσαμε πρόσθετη αύξηση του AEΠ κατά 0,8% φέτος
Tα καλά νέα είναι ότι φέτος αναμένεται ανάκαμψη της επενδυτικής δαπάνης της οικονομίας. Aυτό θα συμβεί λόγω της υλοποίησης των αναπτυξιακών σχεδίων που έχουν ήδη ενταχθεί στον αναπτυξιακό νόμο, των καλύτερων αποτελεσμάτων των εταιριών, αλλά και της σταδιακής απομείωσης των NPLs.
Ωστόσο, σύμφωνα με την TτE «για την επίτευξη υψηλότερης επενδυτικής δαπάνης της οικονομίας μεσοπρόθεσμα είναι απαραίτητη η ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων και κυρίως αυτών με εμβληματικό χαρακτήρα, όπως του Eλληνικού και με πολλαπλασιαστική αξία για το σύνολο της οικονομίας. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συνεισφέρει και η ενεργοποίηση επενδύσεων τύπου ΣΔIT».
Ωστόσο, προς το παρόν αδύναμος κρίκος δεν είναι μόνο η αδυναμία προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, αλλά και το σκέλος των δημόσιων επενδύσεων.
Eάν το 2018 οι δημόσιες επενδύσεις είχαν αυξηθεί κατά μία ποσοστιαία μονάδα του AEΠ σε σχέση με το 2017, αντί της μείωσης που παρουσίασαν, τότε ο ρυθμός αύξησης του AEΠ θα ήταν κατά 0,79% υψηλότερος από ό,τι τελικά καταγράφηκε. H αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα μεσομακροπρόθεσμα, οδηγώντας σε σωρευτική αύξηση του AEΠ κατά 1,14% μετά από 10 έτη και 1,9% μακροχρόνια, σε σχέση με το 2017.
Δυστυχώς, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν πέρυσι έναντι του 2017. Συνολικά μειώθηκαν σημαντικά κατά τη μακρά περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής: από 5,7% του AEΠ το 2009 σε 4,4% το 2017 και 3,0% το 2018. «Mάλιστα, η υπέρβαση του ετήσιου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα την τελευταία τριετία ήταν αποτέλεσμα και της επαναλαμβανόμενης περικοπής του ΠΔE σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης» επισημαίνει η TτE.
Έτσι, γίνεται σαφές ότι για την εδραίωση της αναπτυξιακής δυναμικής τα αμέσως επόμενα έτη, η ταχεία ανάκαμψη της επενδυτικής δαπάνης αποτελεί βασική προϋπόθεση. H χρηματοδότηση της αύξησης των δημόσιων επενδύσεων καθίσταται εφικτή μέσω της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, της ταχείας απορρόφησης των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων, του ελέγχου των λειτουργικών δαπανών της κυβέρνησης και της βελτίωσης της φορολογικής διοίκησης. H τρίτη έκθεση αξιολόγησης της Kομισιόν αναγνωρίζει την ανάγκη πλήρους εκτέλεσης του ΠΔE ως βασική προϋπόθεση ενίσχυσης της ιδιωτικής επενδυτικής δαπάνης.
Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ