Στις δρομολογούμενες ενέργειες που γίνονται για να ευοδωθούν οι προσπάθειες από τον Σύνδεσμο Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών «στην προβολή και προώθηση του ούζου, της μαστίχας και όλων των προϊόντων στα μπαρ και στο εξωτερικό», αναφέρθηκε, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FΜ», ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών (Σ.Ε.Α.Ο.Π), Χάρης Μαυράκης.
«Είναι μια πολύ μεγάλη προοπτική ανάπτυξης, το να μπορέσουμε να βάλουμε ελληνικά προϊόντα σε cocktails. Το ούζο ήδη έχει πάρει τον δρόμο του. Το 65% της παραγωγής του ούζου μας εξάγεται, κάτι που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος καθώς θεωρεί ότι καταναλώνεται κυρίως στην Ελλάδα. Θέλουμε να βάλουμε και το τσίπουρο σε αυτό τον ρυθμό (σ.σ εξαγωγικής ανάπτυξης)», τόνισε ο κ. Μαυράκης.
«Δεν είναι εύκολο. Θέλει συνέχεια. Θέλει συνέπεια και θέλει και επενδυθούν χρήματα. Ελπίζουμε και έχουμε ήδη θετικές αποκρίσεις, το Enterprise Greece να χρηματοδοτήσει ένα μέρος. Το υπόλοιπο, θα το επενδύσουμε εμείς ώστε να αναπτυχθούμε προς τα έξω χρησιμοποιώντας διεθνούς φήμης barbertenders, mixologists. Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα (σ αυτόν τον τομέα) οι παραγωγές της είναι μικρές ποσότητες, σε σχέση με τον παγκόσμια παραγωγή αλκοολούχων ποτών», εξήγησε ο κ. Μαυράκης, προσθέτοντας χαρακτηριστικά πως «ένα πολύ μικρό κομμάτι από το ρούμι να μπορέσουμε να αντικαταστήσουμε ή ένα πολύ μικρό κομμάτι από την τεκίλα και θα… εξάγουμε όλη την ελληνική παραγωγή!».
Δυνατότητα για αύξηση της παραγωγής εφόσον αυξηθεί ακόμη περισσότερο η ζήτηση από το εξωτερικό
Ο κ. Μαυράκης εξέφρασε την αισιοδοξία του, όταν ρωτήθηκε για το αν έχει η χώρα τη δυνατότητα να παράγει μεγαλύτερες ποσότητες και να καλύψει την επιδιωκόμενη εξαγωγική επιτυχία. «Το τσίπουρο, το ούζο και η μαστίχα έχουν μεγάλες δυνατότητες να φτάσουν σε μεγαλύτερες παραγωγές για να “χτίσουν” εξαγωγές. Το τσίπουρο δεσμεύεται βεβαίως από την ελληνική αμπελοοινική παραγωγή αλλά και αυτή μπορεί να αυξηθεί και να “απολαύσουν” καλύτερες τιμές και οι αμπελουργοί. Τόσο το ούζο όσο και άλλα προϊόντα, πρακτικά δεν έχουν περιορισμό παραγωγής, ωστόσο λαμβάνουμε υπόψη το πλαίσιο της ελληνικής παραγωγής. Δεν λέμε ότι σε 2-3 ή σε 5 χρόνια μπορούμε να αυξήσουμε τις ποσότητες όσο την παραγωγή του scotch whiskey. Βεβαίως δεν μπορούμε… Αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος μας», τόνισε ο πρόεδρος του Σ.Ε.Α.Ο.Π.
Απαντώντας στο ερώτημα, αν σήμερα υπάρχει ή σχεδιάζεται να ετοιμαστεί ένα (νέο) αλκοολούχο προϊόν, που θα έχει ως βάση τα συγκεκριμένα ελληνικά προϊόντα, ένα κοκτέιλ ενδεχομένως, το οποίο να προωθείται στοχευμένα ως brand, ο κ. Μαυράκης είπε πως κάτι τέτοιο είναι και επιδίωξη του Σ.Ε.Α.Ο.Π. «Αυτή τη στιγμή δεν έχω να ονοματίσω κάποιο συγκεκριμένο αλλά την επόμενη εβδομάδα έχουμε μία ημερίδα, μια ημέρα παρουσίασης, στην οποία έμπειροι mixologist και bartenders κοκτέιλ, θα μας παρουσιάσουν ποτά και μέσα από αυτά θα διαλέξουμε, θα δούμε ποιο από αυτά πάει καλύτερα στη διεθνή αγορά», ανέφερε ο κ. Μαυράκης.
Το ζήτημα των ειδικών φόρων κατανάλωσης
Ο πρόεδρος του Σ.Ε.Α.Ο.Π αναφέρθηκε με λεπτομέρεια και στο πρόσφατο ζήτημα που έχει προκύψει με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, για τα ελληνικά αυτά προϊόντα. «Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που επιβάλλονται στα αλκοολούχα ποτά και καύσιμα ορίζονται από το κράτος – μέλος κι από ένα ελάχιστο όριο που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Υπάρχει δυνατότητα εξαιρέσεων για κάποια προϊόντα, τα οποία έχουν συμφωνηθεί από το 1992», ανέφερε ο κ. Μαυράκης.
«Τότε», πρόσθεσε, «καταφέραμε και με ενέργειες της κ. Κουράκου-Δραγώνα να εντάξουμε το ούζο στον μισό συντελεστή του κανονικού και έχουμε βεβαίως και έγκριση από τα ευρωπαϊκά όργανα για αυτό. Το τσίπουρο τότε δεν υπήρχε σαν προϊόν ευρείας κατανάλωσης. Παραγόταν μόνο από διήμερους παραγωγούς, σε πολύ μικρές ποσότητες που είχαν τη δυνατότητα να το διακινήσουν μόνο στους όμορους νομούς», εξήγησε.
«Μετά το 1993, απελευθερώθηκαν αυτοί οι περιορισμοί για το τσίπουρο, άνθισε το προϊόν και έχει “ανεβάσει” πάρα πολύ και τις ποσότητες κατανάλωσης. Εμείς όμως (σ.σ ως χώρα) το βάλαμε στο ήμισυ του συντελεστή θεωρώντας το, όπως και το ούζο, παραδοσιακό προϊόν, αλλά δεν είχαμε κάποια έγκριση για αυτό. Τώρα, λοιπόν, ήρθε η απόφαση του δικαστηρίου και λέει ότι κακώς το κάναμε αυτό τότε και πρέπει να πάει το τσίπουρο στον κανονικό συντελεστή», σημείωσε ο κ. Μαυράκης.
Κατά τον πρόεδρο του Σ.Ε.Α.Ο.Π. υπάρχει και έτερο σημείο ενδιαφέροντος σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στη συγκεκριμένη αγορά καθώς το πολύ χαμηλό κόστος με την ιδιαίτερα περιορισμένη φορολογία μέχρι σήμερα έχει αφήσει να γιγαντωθεί το λεγόμενο «τσίπουρο των διήμερων». Πρόκειται για ένα τσίπουρο- κατά τον πρόεδρο του Σ.Ε.Α.Ο.Π-, «οι ποσότητες του οποίου είναι τεράστιες και πρακτικά έχει μείνει τελείως αφορολόγητο».
«Για να σας δώσω μία σύγκριση, το επίσημο τσίπουρο το οποίο παράγουμε και εμπορευόμαστε έχει φόρο 5,1 ευρώ το λίτρο των 40 βαθμών, ενώ το τσίπουρο των “διήμερων” έχει φόρο 0,59 ευρώ το λίτρο… Εμείς δηλαδή πληρώνουμε περίπου εννέα φορές περισσότερο φόρο», πρόσθεσε ο κ. Μαυράκης. Σημείωσε, δε, πως το γεγονός αυτό έχει φέρει μία μεγάλη στρέβλωση στην αγορά. «Το τσίπουρο, το επίσημο και φορολογούμενο, έχει μία κατανάλωση περίπου 3 εκατομμύρια λίτρα (σ.σ ανά έτος) τα τελευταία χρόνια, το τσίπουρο το αφορολόγητο έχει 20 με 25 εκατομμύρια λίτρα και κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσο, διότι δεν ελέγχεται, δεν παρακολουθείται πλήρως», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Μαυράκη, για τα συγκεκριμένα προϊόντα προκύπτει, όμως, κι ένα άλλο ζήτημα, που αφορά την υγεία του καταναλωτή και την ασφάλειά του. «Το προϊόν των “διήμερων” δεν μπορεί να το παρακολουθήσει ούτε το Γενικό Χημείο του Κράτους, ούτε ο φορέας τροφίμων, ούτε το τελωνείο, ούτε καμία υπηρεσία. Αυτή η στρέβλωση είναι το δεύτερο σκέλος στην απόφαση του δικαστηρίου, με βάση την οποία θα πρέπει και εκείνο το προϊόν να έχει τον ίδιο φόρο με το άλλο, και τα δύο μαζί δηλαδή (σ.σ. είδη τσίπουρου) να πάνε στον πλήρη συντελεστή κάτι που σημαίνει μία πολύ μεγάλη αύξηση φόρου», σημείωσε.
«Υπάρχουν πάντως κάποιοι τρόποι να το αντιμετωπίσει η ελληνική Πολιτεία», εκτιμά ο κ. Μαυράκης, επισημαίνοντας πως ο Σύνδεσμος έχει ζητήσει να συναντηθεί με τους αρμόδιους φορείς ώστε να βρεθούν κάποιες λύσεις, «να μπει μία σειρά και μία τάξη στην αγορά ώστε να αποφύγουμε τις πολύ μεγάλες αυξήσεις φόρου».