«Όσοι περισσότεροι ενταχθούν στο Λευκό Μητρώο Επιχειρήσεων, τόσο ταχύτερη θα είναι η μετάβαση της χώρας σε ένα σύγχρονο και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα με χαμηλότερες εισφορές».
Αυτό σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης με αφορμή την προαναγγελία από το Υπουργείο Εργασίας για τη νομοθετική πρωτοβουλία ενεργοποίησης του «Λευκού Μητρώου Επιχειρήσεων» στο οποίο θα εντάσσονται επιχειρήσεις με αποδεδειγμένα υποδειγματική συμπεριφορά ως προς τις υποχρεώσεις τους στους εργαζομένους και στην πολιτεία.
Όπως σημειώνει ο κ. Κορκίδης, επιτέλους, οι συνεπείς επιχειρήσεις θα επιβραβεύονται, τυπικά και ουσιαστικά με το μέτρο «Περσέας» το οποίο αν και ψηφίστηκε το 2014, δεν εφαρμόστηκε. Όσοι πληρούν τα κριτήρια που θα θεσπιστούν, θα απολαμβάνουν μείωση του μη μισθολογικού κόστους, καθώς και άλλες διοικητικές και φορολογικές διευκολύνσεις. Στο πλαίσιο αυτό θα απαλλάσσονται και από τον αναπόφευκτο διοικητικό φόρτο που επιφέρουν οι συχνές επισκέψεις ελεγκτικών κλιμακίων.
Στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης επίσης, όπως αναφέρει ο κ. Κορκίδης, ανακοινώθηκε η μείωση των εισφορών κύριας σύνταξης, που θα συντελεστεί σταδιακά με στόχο από το 20% που είναι σήμερα, να φτάσει το 15% το 2023. Το βασικό σενάριο προβλέπει την ισόποση μείωση 1,25% κάθε χρόνο, αλλά και το ότι θα «μοιραστεί» μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Κάθε χρόνο, στο διάστημα 2020-2023, θα μειώνονται 0,625 μονάδες τόσο οι εργοδοτικές εισφορές όσο και οι εργατικές εισφορές. Εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, το 2023 οι εργοδοτικές εισφορές θα πέσουν στο 10,83% έναντι του 13,33% που είναι σήμερα, δηλαδή κατά 2,5 μονάδες. Την ίδια στιγμή, οι εργατικές εισφορές θα μειωθούν σταδιακά έως το 2023 στο 4,17% έναντι του 6,67% που είναι σήμερα. Με το μέτρο αυτό, όπως υπογραμμίζει, η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει ανάσα σε επιχειρήσεις, μισθωτούς και επαγγελματίες, και μαζί με τη μείωση των φόρων να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.
Η ηγεσία του Υπουργείου γνωρίζει καλά, συνεχίζει ο ίδιος, ότι για να εφαρμοστεί με επιτυχία το μέτρο θα πρέπει να βρεθούν νέοι τρόποι χρηματοδότησης του ΕΦΚΑ, καθώς το συνολικό κόστος στη πλήρη υλοποίηση των μειώσεων εκτιμάται ότι φθάνει περίπου τα 2,5 δισ. ευρώ. Απαιτείται λοιπόν ένα άρτιο σχέδιο ενίσχυσης της εισπραξιμότητας των εσόδων του ΕΦΚΑ και των ληξιπρόθεσμων οφειλών, αλλά κυρίως η δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Η μείωση των εισφορών σε συνδυασμό με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, όπως σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, θα βελτιώσει τη ρευστότητα και έτσι θα δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες για προσλήψεις και επενδύσεις. Από την ελάφρυνση στις εισφορές οι υπολογισμοί δείχνουν ότι τα κέρδη για τις επιχειρήσεις θα είναι επίσης σημαντικά. Όπως αναφέρει, εκτιμάται ότι μειώνεται το εργοδοτικό κόστος για κύρια ασφάλιση κατά 19% σε εύρος 4ετίας ή κατά 4,6% κάθε χρόνο.
«Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη το πώς θα διαμορφωθεί το συνολικό τοπίο των εισφορών όχι μόνο υπέρ του ΕΦΚΑ, αλλά και του επικουρικού, της υγείας και της ανεργίας για τους εργοδότες, το κέρδος για όλους θα αγγίξει το 10% σε ορίζοντα 4ετίας ή το 2,5% ετησίως. Επίσης κερδισμένοι θα είναι και οι εργαζόμενοι, αφού θα αυξηθεί κατά 9% ο καθαρός μισθός τους σε ετήσια βάση, αυξάνοντας έτσι το διαθέσιμο εισόδημά τους και την κατανάλωση, βοηθώντας και με αυτόν τον τρόπο την αύξηση του ΑΕΠ της χώρας», σημειώνει ο κ. Κορκίδης.
Επισημαίνει ακόμη, ότι οι εισφορές μαζί με τους φόρους «ψαλιδίζουν» σημαντικά το εισόδημα των εργαζομένων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ από τα 100 ευρώ συνολικών μεικτών αποδοχών του μισθωτού στην Ελλάδα, το Δημόσιο παρακρατεί μέσω φόρων και εισφορών τα 40,9 ευρώ και απομένουν καθαρά στον μισθωτό 60,1 ευρώ. Η Ελλάδα βρίσκεται στη 13η υψηλότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όπου ο μέσος όρος εισφορών και φόρων ανέρχεται σε 36,1%. Το 40,9% της Ελλάδας επιμερίζεται σε 8,1% φορολογία εισοδήματος, 12,8% εισφορές εργαζομένου και 20% εισφορές εργοδότη. Σε ό,τι αφορά τη φορολογία οικογενειών μισθωτών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, με το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα να κρατά το 37,9% του εισοδήματός τους και τον μέσο όρο στον ΟΟΣΑ να είναι 26,6%.
Τέλος αναφορικά με τις ασφαλιστικές και εργοδοτικές υποχρεώσεις, όπως υπογραμμίζει: «Θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τρία πράγματα για το μέλλον. Πρώτον, η ενδυνάμωση της ρύθμισης των 120 δόσεων θα είναι η τελευταία ευκαιρία για να ενταχθούν οι οφειλέτες και να κλείσουν τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Δεύτερον, το ΣΕΠΕ αναβαθμίζεται, ώστε να αποτελέσει προμετωπίδα αντιμετώπισης καταχρηστικών συμπεριφορών και τρίτον, Όσοι περισσότεροι ενταχθούμε στο “Λευκό Μητρώο Επιχειρήσεων”, τόσο ταχύτερη θα είναι η μετάβαση μας σε ένα σύγχρονο και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα με χαμηλότερες εισφορές».