Στρώνει το έδαφος με μια πρώτη κρούση προς τους δανειστές
Την προετοιμασία του εδάφους για τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων ξεκίνησε σχεδόν άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Δράττοντας την ευκαιρία, έκανε και την πρώτη γραπτή κρούση στην Κομισιόν για το ζήτημα πριν τρεις εβδομάδες, εκμεταλλευόμενος την τυπική ανά εξάμηνο επιστολή στις Βρυξέλλες για την ανανέωση της ενισχυμένης εποπτείας κατά ένα εξάμηνο.
Πρόκειται για μια επιστολή την οποία στέλνει ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών στην Κομισιόν ανά εξάμηνο στην οποία πέραν των τυπικών διατυπώσεων περί παράτασης της εποπτείας αποτελεί και μια ευκαιρία να τεθούν νέα ζητήματα.
Ο υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε σε αυτή την επιστολή, σύμφωνα με πληροφορίες, στις θετικές εξελίξεις στην οικονομία τον τελευταίο μήνα, στο αναπτυξιακό πρόταγμα της κυβέρνησης, και στους δημοσιονομικούς στόχους, ενώ ανέδειξε και τη ραγδαία αποκλιμάκωση στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων.
Επίσης ο κ. Σταϊκούρας, αξιοποιώντας την καθιερωμένη αλληλογραφία με την Κομισιόν, περιέγραψε τους στόχους της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, σύμφωνα με το πλαίσιο που παρουσιάστηκε στις προγραμματικές δηλώσεις της.
Η επιστολή εστάλη τόσο προς τον επίτροπο Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί, όσο και προς τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν Ντέκλαν Κοστέλο, ο οποίος ήταν έως πρόσφατα επικεφαλής του κλιμακίου της Κομισιόν στους θεσμούς.
Την αποκάλυψη ότι η κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει τις συζητήσεις με τους Ευρωπαίους για τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ για το 2020 είχε κάνει ο Χρήστος Σταικούρας σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής χωρίς να δώσει ωστόσο περισσότερες πληροφορίες.
«Ο προγραμματισμός του πρωθυπουργού και του οικονομικού επιτελείου είναι να χτίσουμε, βήμα-βήμα, όλες τις αναγκαίες συνθήκες, ώστε να επιτύχουμε μέσα στο 2020 αυτόν τον στόχο. Ήδη θέτουμε προς συζήτηση το κρίσιμο αυτό ζήτημα στους εταίρους και δανειστές. Ωριμάζουν οι συνθήκες ώστε να τεθούν πιο ρεαλιστικοί στόχοι» είχε πει.
Το νέο ισχυρό όπλο που προστίθεται στη φαρέτρα της κυβέρνησης είναι η ραγδαία αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων, θέμα που όπως προαναφέρθηκε, ανέδειξε ο κ. Σταϊκούρας και στην επιστολή του προς την Κομισιόν.
Κι αυτό, γιατί η ραγδαία αποκλιμάκωση στις αποδόσεις των ομολόγων του Δημοσίου μπορεί να αναθεωρήσει επί τα βελτίω τη νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και, σύμφωνα με κοινοτικούς παράγοντες, να ανοίξει τον δρόμο για μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ενδεικτική η τοποθέτηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα στην χθεσινή ενημέρωση, όπου συνέδεσε ευθέως τη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
«Η βελτίωση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας στις αγορές επηρεάζει θετικά την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Και αυτό είναι ένα στοιχείο που ενισχύει τα επιχειρήματά μας για μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδα κάτω του 3,5% του Α.Ε.Π. τα επόμενα χρόνια», υπογράμμισε ο κ. Πέτσας.
Τη βαρύτητα που θα δώσει η κυβέρνηση στην αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού της χώρας κατά τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές είχε τονίσει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. «Είναι η πρώτη φορά που οι διεθνείς αγορές δείχνουν τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση. Αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές γιατί να μην μας εμπιστευτούν οι εταίροι μας; Τα συγκεκριμένα πλεονάσματα συμφωνήθηκαν σε άλλη οικονομική συγκυρία και με επιτόκιο δανεισμού υπερδιπλάσιο του σημερινού» είχε τονίσει ο πρωθυπουργός.
Κατά την προσέγγιση του κ. Μητσοτάκη το πλεόνασμα του 3,5% αντανακλούσε την αναξιοπιστία της προηγούμενης κυβέρνησης στα μάτια των δανειστών, οι οποίοι επέβαλλαν ένα αυστηρό πλαίσιο προκειμένου να μην εκτροχιαστεί το πρόγραμμα. Επιπλέον, η βιωσιμότητα του χρέους εκτιμήθηκε βάση του τότε επιτοκίου δανεισμού το οποίο κινούνταν στην περιοχή του 5%, ενώ πρόσφατα οι αποδόσεις υποχώρησαν ακόμα και κάτω του 2% για το δεκαετές ομόλογο.
Οικονομολόγοι στηρίζουν το επιχείρημα αυτό της κυβέρνησης, εκτιμώντας ότι το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους για το μακροπρόθεσμο διάστημα έχει υποχωρήσει σημαντικά από τους υπολογισμούς των θεσμών στους οποίους βασίστηκε η συμφωνία του 2018, και έτσι με βάση και την πορεία των ελληνικών ομολόγων η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει συμφωνία με τους θεσμούς για μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα από το 2021 και μετά κατά 0,5% έως 1%, δηλαδή στο 3% ή το 2,5% από 3,5% του ΑΕΠ σήμερα.
Στο πλαίσιο αυτό το γεγονός ότι στη χθεσινή (Τετάρτη) δημοπρασία εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας του ελληνικού δημοσίου καταγράφηκε νέο ιστορικό χαμηλό επιτόκιο 0,095%, ενώ νωρίτερα η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου βρέθηκε και πάλι κάτω από το φράγμα του 2%, αποκτά ξεχωριστή σημασία.