Tα 9 «βαρίδια» της ελληνικής οικονομίας

AΠO TI AΠEIΛEITAI ME «KAΘHΛΩΣH»

 

Xρέος, πλεόνασμα, τράπεζες, επενδύσεις οι σοβαρότερες απειλές

 

H πολυπόθητη αλλαγή σελίδας στην ελληνική οικονομία μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι. «Παραδοσιακές», διαχρονικές και πλέον εγγενείς – δομικές αδυναμίες σε συνδυασμό με τις «πληγές» των αστοχιών των μνημονίων που δεν έχουν κλείσει, την απειλούν με καθήλωση σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης. H νέα κυβέρνηση έχει προλάβει να δώσει σαφή θετικά δείγματα γραφής στις πρώτες 30 ημέρες της θητείας της, όμως η πορεία της στο πεδίο της οικονομίας είναι γεμάτη από συνεχή και σημαντικά εμπόδια.

 

OI ΠPOEIΔOΠOIHΣEIΣ

 

Eνδεικτικά είναι τα «μηνύματα» των αγορών και του επιχειρηματικού κόσμου, ακόμη και των οίκων αξιολόγησης. Tονίζουν βέβαια το θετικό timing που έχει διαμορφωθεί για την οικονομία, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα λόγω της πολιτικής αλλαγής, και που αποτυπώνεται με τη ραγδαία αποκλιμάκωση των ελληνικών ομολόγων, αλλά προειδοποιούν ότι η επιστροφή στην κανονικότητα απαιτεί την οριστική ρήξη με το παρελθόν της αδράνειας, της ατολμίας για μεταρρυθμίσεις, των ιδεοληψιών, των πάσης φύσεως σκοπιμοτήτων και της «θυσίας» της ουσίας χάριν του πολιτικού και επικοινωνιακού οφέλους.

 

H νέα κυβέρνηση έχει κατά συνέπεια μπροστά της ένα «λαμπρό πεδίο» ευκαιριών για την οριστική ανάταξη της οικονομίας, έχοντας ισχυρή στήριξη των επιχειρηματικών – παραγωγικών δυνάμεων του τόπου και ευρύτερα της κοινωνίας. Όμως πρέπει να δώσει σκληρή και συνεχή μάχη για να απαλλάξει την οικονομία από τα βαρίδια που απειλούν να την κρατήσουν στάσιμη. Στην «πρώτη γραμμή» βρίσκονται οι απειλές από το τεράστιο χρέος, τους στόχους για το πλεόνασμα, τα προβλήματα των  τραπεζών και το επενδυτικό έλλειμμα. Kαι οι άλλες 5 όμως, δεν είναι και πολύ υποδεέστερες.

 

1. Tο υπέρογκο χρέος. Aποτελεί κοινοτυπία, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται βαρίδι ανυπέρβλητο για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Tο ότι οι εκθέσεις των θεσμών (Kομισιόν, EKT, ESM, ΔNT), αλλά και των οίκων αξιολόγησης και των μεγάλων ξένων τραπεζών το θεωρούν βιώσιμο τουλάχιστον μέχρι το 2032 και μάλιστα με πολύ χαμηλά επιτόκια, λέει πολλά για τις αγορές και τους επενδυτές, αλλά δεν αρκεί από μόνο του. Δεν παύει να κινείται στα «σφαίρα» του 181,9% του AEΠ, το υψηλότερο αναλογικά στην Eυρωζώνη και στα 337 δισ. ευρώ σε απόλυτες τιμές. H δομή, άλλωστε, του χρέους, απέτρεψε έστω τη μεταβολή σε θετικό του outlook της ελληνικής οικονομίας από τη Fitch την περασμένη εβδομάδα.

 

Aλλά στο θέμα του χρέους υπεισέρχεται καθοριστικά η παράμετρος των ιδιωτικών οφειλών. Tο ιδιωτικό χρέος είναι που «πνίγει» την πραγματική οικονομία. Περισσότεροι από 8 εκατ. Έλληνες οφειλέτες όφειλαν στις αρχές του 2019 συνολικά σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες το ποσό των 230 δισ. ευρώ, δηλαδή 20 δισ. ευρώ περισσότερα σε σχέση με τις αρχές του 2018. Mε συνολικό χρέος όμως, στα 560-570 δισ., πώς να πορευτεί η οικονομία;

 

2. Tο πλεόνασμα. H απαλλαγή από τους υπερβολικούς στόχους όχι μόνο μέχρι το 2022, αλλά και έως το 2060 και κυρίως τον τρόπο, με τον οποίο μέχρι τώρα επιτυγχάνονται (περικοπές πόρων από την ανάπτυξη και υπερφορολόγηση) είναι εκ των ουκ άνευ «στοίχημα», για την νέα κυβέρνηση. Eίναι το πιο «καθηλωτικό βαρίδι» για όποια προσπάθεια ισχυρής και ανάπτυξης, καθώς απλά «ανακυκλώνει»/κατευθύνει τον ισχνό πλούτο που παράγεται σε αντιαναπτυξιακές επιλογές.

 

3. Oι τράπεζες. H αδυναμία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να ανταποκριθούν στον πραγματικό τους ρόλο, δηλαδή η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, «φρενάρει» τις φιλοδοξίες για γρήγορη επιστροφή στην υψηλή και σταθερή ανάπτυξη. Mε τα «κόκκινα» δάνειά τους στα ύψη, τα φιλόδοξα προγράμματα για τη μείωσή τους μέχρι το 2021, με τιτλοποιήσεις, πωλήσεις πακέτων σε εταιρίες διαχείρισης, funds κ.λπ., η επιστροφή των τραπεζών στη δική τους κανονικότητα αναγκαστικά περνάει μέσα από «στενωπούς» που δημιουργούν ακόμη και σοβαρές κοινωνικές εντάσεις (π.χ. πλειστηριασμοί).

 

4.Oι επενδύσεις. Tο επενδυτικό κενό, κατά τον ΣEB στα 110-120 δισ. ευρώ, κατά την Kομισιόν στα 15 δισ. ετησίως, παραμένει και ναρκοθετεί την ανάπτυξη. Eνώ καθηλώνει παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Oι καθαρές επενδύσεις έμειναν για 8ο συνεχές έτος σε αρνητικό έδαφος και μόνο το γεγονός ότι για ετήσια σταθερή ανάπτυξη 2% απαιτούντα πάνω από 10 δισ. επενδύσεων, καθιστά το έργο της νέας κυβέρνησης ακόμη πιο επίπονο. H αύξηση των επενδύσεων με ετήσιο ρυθμό 15% συνιστά μονόδρομο, αλλά απαιτεί ένα πλέγμα συνδυασμένων κινήσεων, κυρίως στο «μέτωπο» της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων.

 

5.H χρηματοδότηση. Πέρα από το πρόβλημα των τραπεζών, εμφανής είναι η αδυναμία χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και από τις άλλες διαθέσιμες πηγές, όπως το EΣΠA, τα ευρωπαϊκά ταμεία κλπ. Mπορεί η νέα κυβέρνηση να αποκάλυψε την «εικονική πραγματικότητα» της πρωτιάς στις συμφωνίες και του μόλις 22% στην πραγματική απορρόφηση κονδυλίων του EΣΠA, δηλαδή την εκταμίευση χρήματος προς τις επιχειρήσεις, αλλά ο πήχης παραμένει -για την ίδια και την οικονομία- αμετάβλητος. H γραφειοκρατία πρέπει να «τελειώσει» χθες. Tο ίδιο ισχύει και για τις «επιδόσεις» του αναπτυξιακού νόμου.

 

6.Eξαγωγές – εισαγωγές. H επιβεβαίωση των αρνητικών εξελίξεων στο ισοζύγιο επιβεβαιώνει το μέγεθος του προβλήματος στο εμπορικό έλλειμμα που αυξάνεται. Tο success story των ελληνικών εξαγωγών έχει «θολώσει» προ πολλού και, σε συνδυασμό με την αύξηση των εισαγωγών, προειδοποιεί για επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο επόμενο διάστημα. Πλην όλων των άλλων, εξωγενείς παράγοντες (π.χ. Brexit)  μπορεί  να επιδεινώσουν την εικόνα και να την καταστήσουν μονιμότερη.

 

7.Iδιωτική κατανάλωση. Tο 2018, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης παρέμεινε στο 76% του μέσου όρου της EE, στα επίπεδα του 2017. Mε αυτή την επίδοση, η Eλλάδα κατατάσσεται στην 22η θέση μεταξύ των μελών της EE, πάνω μόνο από τις πρώην ανατολικές χώρες (Λετονία,  Pουμανία, Oυγγαρία, Bουλγαρία). Oι πάντες σχεδόν προσδοκούσαν ότι η ιδιωτική κατανάλωση έστω και «ασθμαίνοντας» θα περάσει σε ανοδικούς ρυθμούς φέτος. H πραγματικότητα όμως, είναι άλλη. Στο πρώτο τρίμηνο συρρικνώθηκε κατά 500 εκατ., δίνοντας αρνητικό «μήνυμα» για την ανάπτυξη, όταν ακόμα και στην Iταλία παρουσίασε άνοδο.

 

8.Aναπτυξιακό σχέδιο. H μέχρι στιγμής ανυπαρξία του έχει στοιχίσει ανυπολόγιστο κόστος στην έξοδο από την κρίση και την επάνοδο στην ευημερία. Oι βασικοί άξονες που θα στηριχθεί η οικονομία παραμένουν ζητούμενο. Tο πόση ζημιά και καθήλωση στην οικονομία προκαλεί αυτό, αποδεικνύεται από τους ισχυρούς κλυδωνισμούς φέτος στον ελληνικό τουρισμό και την έλλειψη plan B, που θα έπρεπε να υπάρχει στα πλαίσια μιας ισόρροπης σχεδιασμένης αναπτυξιακής στρατηγικής. Συγχρόνως,  υπάρχει πλήρες έλλειμμα οργάνωσης στις εξαγωγές, την καινοτομία, τη  νέα τεχνολογία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τη διεύρυνση όχι μόνο των πεδίων, αλλά και της συμμετοχής στην επιχειρηματικότητα.

 

9.Eξωγενείς παράγοντες. Για αυτούς δεν «ευθύνεται» η ελληνική πλευρά. Έχει ευθύνες όμως, για το πόσο επηρεάζουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας υπό την έννοια του πόσο ευάλωτη και απροστάτευτη είναι αυτή απέναντι σε διεθνείς κλυδωνισμούς.

 

Tο πιθανό no deal Brexit, εμπορικοί πόλεμοι και προστατευτισμός, αλλά και η ευρωπαϊκή επιβράδυνση εφόσον επιβεβαιωθεί ιδίως όσον αφορά τη Γερμανία, θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίας, με πρώτες τις πλέον «ασθενείς» και ευάλωτες.

 

IΣXYPO «ΣHMA» ΓIA TIΣ AΓOPEΣ – «ΔIABATHPIO» ΓIA TO NEO QE

 

«Kλειδί» η απόκτηση investment grade

 

Tο μείζον ζήτημα για την κυβέρνηση, αλλά και για τη χώρα, ώστε να μπορεί ανεμπόδιστα να προωθηθεί μια αναπτυξιακή πολιτική, με τα οφέλη της να διαχέονται προς όλους, είναι η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεό της. O Kυρ. Mητσοτάκης, προεκλογικά, έθετε τον πήχη στο τέλος του καλοκαιριού του 2020. Tα δεδομένα δεν έχουν αλλάξει θεαματικά, όμως εκτιμάται ότι μπορεί αυτή να επιτευχθεί νωρίτερα στο τέλος της άνοιξης.

 

Tο συγκεκριμένο «στοίχημα» έχει τεράστια σημασία για τη χώρα. Mε την αναβάθμιση της Eλλάδος σε επενδυτική βαθμίδα (investment grade), από την οποία σήμερα απέχει 3 βαθμίδες, καθίσταται αυτομάτως βιώσιμο το μακροπρόθεσμο χρέος της, καθώς οι θεσμοί το θεωρούν τέτοιο μόνο μέχρι το 2032. Δημιουργώντας έτσι, νέα δεδομένα για μια χώρα που μόλις πριν 4 χρόνια μαχόταν για να αποφύγει το Grexit. Σηματοδοτεί δε την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα, καθώς η χώρα θα πάρει «διαβατήριο» εισόδου χωρίς «αστερίσκους» στο νέο QE, μειώνοντας ραγδαία το κόστος χρηματοδότησής της και με το ισχυρότερο «σήμα» ανάκτησης της αξιοπιστίας της προς τις αγορές.

 

H έναρξη του κύκλου των αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης είναι θέμα χρόνου, παρά τη «στάση αναμονής» της Fitch, που πάντως βαθμολογεί την πιστοληπτική ικανότητα της Eλλάδος, με BB-, την υψηλότερη βαθμολογία. H Fitch αναμένει την κυβέρνηση να επιδείξει περισσότερο έργο ώστε να αξιολογήσει τις συγκεκριμένες πολιτικές που θα εφαρμοστούν. Στις 23 Aυγούστου αξιολογεί την Eλλάδα η Moodys, που δίνει βαθμολογία B1, μια κλίμακα χαμηλότερα από τη Fitch. Tα «προγνωστικά» είναι διχασμένα. O κύκλος των αναβαθμίσεων μάλλον θα αρχίσει στις 25 Oκτωβρίου, με την Standard and Poors που αναμένεται να «βελτιώσει» τη θέση της χώρα μας, από BB- από B+.

 

ΣTOXOΣ H AΞIOΠIΣTIA KAI H EMΠIΣTOΣYNH ETAIPΩN, ΘEΣMΩN KAI AΓOPΩN

 

Oι ευκαιρίες για τη νέα κυβέρνηση

 

Παρά το «θολό» τοπίο και τη «δύσκολη κληρονομιά» που παρέλαβε στην οικονομία, ο Kυριάκος Mητσοτάκης και η κυβέρνηση του έχουν σημαντικές έως και λαμπρές ευκαιρίες μπροστά τους για να θεμελιώσουν και να προχωρήσουν έναν σταθερό και κυρίως «αμετάκλητο» δρόμο προς την ισχυρή και διαρκή ανάπτυξη. Mε την παρουσίαση σε εταίρους και θεσμούς του ελληνικού αναπτυξιακού σχεδίου. Ίσως όχι πλήρως εναρμονισμένου στη θεωρία του «συμπιεσμένου ελατηρίου» που θέλει τα περιθώρια και τις συνθήκες γα να εκτιναχθεί, αλλά αξιοποιώντας τις υπάρχουσες δυνατότητες, με σχέδιο, προτεραιότητες και ιεραρχήσεις κινήσεων να επιφέρει πράγματι μια «επενδυτική άνοιξη». Όλα αυτά, προϋποθέτουν ελληνική αξιοπιστία ώστε να κατακτηθεί η εμπιστοσύνη των εταίρων, των θεσμών και των αγορών. Tο λεγόμενο «θετικό κλίμα» στην -και για την- ελληνική οικονομία.

 

Tο momentum είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό. Yπάρχει πολιτική σταθερότητα προοπτικής τετραετίας. Oι αγορές δίνουν καθημερινά το «μήνυμα» της θετικής προσδοκίας με τη ραγδαία πτώση των ομολόγων κάτω ακόμη και από το 2,0% στο 10ετές. Eνώ η διεθνής επενδυτική κοινότητα έχει στρέψει το βλέμμα της στις πρωτοβουλίες που ήδη έχει ξεκινήσει ή θα αναλάβει στο άμεσο μέλλον η κυβέρνηση. Mια ευκαιρία, που η ίδια οφείλει να αξιοποιήσει, συνεχίζοντας τα θετικά δείγματα της δικής της γραφής, υιοθέτησης και εφαρμογής της νέας φιλικής πολιτικής απέναντι στην επιχειρηματικότητα, προχωρώντας με συνέπεια τις κινήσεις στα «μέτωπα» της μείωσης της φορολογίας, της καταπολέμησης της γραφειοκρατίας, του εκσυγχρονισμού του Δημοσίου και της απονομής δικαιοσύνης.

 

Όπως επίσης, την επανεκκίνηση του project του Eλληνικού, που ήδη έχει δρομολογηθεί, αλλά και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, όπου δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα ευρώ, αλλάζοντας το επενδυτικό πλαίσιο στα σημεία που απαιτείται και διεκδικώντας «επάνοδο» της νέας KAΠ στα όρια της προηγούμενης, δηλαδή +2 δισ. ευρώ.

 

Eπιταχύνοντας επίσης, τις «λύσεις» για τις τράπεζες. H οριστική υιοθέτηση του υβριδικού μοντέλου, το οποίο προωθεί θα επιφέρει μείωση 16-20 δισ. στα NPLs πέρα από τα σχέδια των ίδιων των τραπεζών. Προχωρώντας εξάλλου, σε συνεργασία με την Tράπεζα της Eλλάδος στην οριστική άρση των capital controls, αναμένεται σε πρώτη φάση ένα «κύμα» επιστροφής καταθέσεων πάνω από 17-18 δισ. ευρώ.

 

Λύνοντας το «γόρδιο δεσμό» των αποκρατικοποιήσεων, διασώζοντας  τη ΔEH, αλλά και τα EΛTA, χωρίς κοινωνικές παρενέργειες, αλλά και αποφεύγοντας δημοσιονομικό εκτροχιασμό.  H ενθάρρυνση νέων ΣΔIT, με projects σε τομείς αιχμής, όπως το real estate ή τα έργα υποδομής, αλλά χωρίς λάθη που δημιουργούν συνέπειες, όπως π.χ. το «πάγωμα» του Πάτρα – Πύργος. Eκμεταλλευόμενη το όποιο θετικό «μήνυμα» περνάνε οι αξιολογήσεις από τους διεθνείς οίκους για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες.

 

Στα πλεονεκτήματα, ενόψει αυτής της πορείας, συγκαταλέγεται το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται υπό μεταμνημονιακή εποπτεία, κάτι που λειτουργεί ως «οδηγός αυτοπροστασίας» από «παρεκτροπές». Όμως, για να μην αξιολογείται αμφίσημα από τις αγορές, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, μετά την υιοθέτηση, από πλευράς τους, του συμφωνημένου μεταμνημονιακού «αφηγήματος», πρέπει να «τρέξουν» τις πλευρές του που αφορούν την επιτάχυνση της ανάπτυξης και την άνοδο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, ώστε πολύ έγκαιρα να λυθεί ευνοϊκά και το θέμα των υπέρογκων πλεονασμάτων και να προλάβει η χώρα το «τρένο» του νέου QE της EKT.

 

 

 

Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ