Ποιοι ασφαλισμένοι ευνοούνται
Τέσσερις βασικές κατηγορίες ασφαλισµένων βρίσκονται στην πρώτη γραµµή για τις νέες αλλαγές που έρχονται στο συνταξιοδοτικό.
Πρόκειται για χιλιάδες εργαζόµενους σε δηµόσιο και ιδιωτικό τοµέα οι οποίοι είναι κοντά στη σύνταξη και «ζυγίζουν» τα δεδοµένα για την καταλληλότερη στιγµή της εξόδου.
Οι διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις που επεξεργάζεται το υπουργείο Εργασίας, µε αιχµή του δόρατος τις αλλαγές στα ποσοστά αναπλήρωσης και στόχο τη βελτίωση της ανταποδοτικότητας στις κύριες συντάξεις, δεν αποκλείεται να δηµιουργήσουν νέα δεδοµένα για όλους όσοι µετρούν πολλά χρόνια ασφάλισης στις πλάτες τους.
Ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης εκτιµούν πως από τις κυοφορούµενες αλλαγές στα ποσοστά αναπλήρωσης αναµένεται να επηρεάζονται ετησίως περίπου 25.000 ασφαλισµένοι, που θα ανοίγουν την πόρτα της συνταξιοδότησης κάθε χρόνο.
Υπό αυτό το πρίσµα αυτό και σύμφωνα με το Έθντος, ειδικοί εφιστούν την προσοχή στους υποψήφιους συνταξιούχους για τη σωστή επιλογή της στιγµής εξόδου. Στο τραπέζι βρίσκεται η αναδιάρθρωση των ποσοστών αναπλήρωσης, µε στόχο την αύξηση της ανταποδοτικότητας των συντάξεων, οι οποίες µετά την 25ετία ασφάλισης και ιδιαίτερα για όσους αποχωρούν µε υψηλές συντάξιµες αποδοχές είναι προοδευτικά υποανταποδοτικές. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται δύο εναλλακτικά σενάρια:
Αύξηση των ποσοστών κυρίως για όσους αποχωρούν µε περισσότερα από 35, 37 ή και 40 χρόνια ασφάλισης. Η αύξηση των ποσοστών για τους ασφαλισµένους µε πολλά χρόνια εκτιµάται πως «ψαλιδίζει» την υποανταποδοτικότητα των µεσαίων και υψηλών συντάξεων και ενισχύει το κίνητρο ασφάλισης.
Αλλαγή στον µηχανισµό υπολογισµού της ποσοστιαίας αναπλήρωσης, ώστε αυτή να υπολογίζεται σωρευτικά και όχι προσθετικά. Πρόκειται για σύστηµα αντίστοιχο µε αυτό που είχε υιοθετηθεί και στον νόµο 3863 του 2010, το οποίο, αν τελικά προκριθεί, υπολογίζεται πως θα δώσει σε σχέση µε το υπάρχον σύστηµα µεσοσταθµικά µια προσαύξηση της τάξης του 14% σε όσους αποχωρούν µε 25ετία και πλέον ασφάλισης.
Οι κερδισμένοι
Κερδισµένοι από µια αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης θα είναι τέσσερις βασικές κατηγορίες εργαζοµένων:
-Δηµόσιοι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ (Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης), ΤΕ (Τεχνολογικής Εκπαίδευσης), ΔΕ (Δευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης) και ΥΕ (Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης) που αποχωρούν µε 35 έτη και άνω. Μεγαλύτερο το όφελος για όσους οι συντάξιµες αποδοχές παραµένουν υψηλές.
-Μισθωτοί του πρ. ΙΚΑ που αποχωρούν µε 35ετία ή 40ετία και άνω, ιδιαίτερα όσοι έχουν µεσαίες και υψηλές συντάξιµες αποδοχές (π.χ. από 1.000 ευρώ και άνω).
-Ελεύθεροι επαγγελµατίες του πρ. ΟΑΕΕ που αποχωρούν µε τουλάχιστον 35 έτη ασφάλισης. Ιδιαίτερα συµφέρον είναι τα πολλά έτη ασφάλισης να συνδυάζονται µε µεσαίο ή υψηλό συντάξιµο εισόδηµα. Αντίθετα, όσοι έχουν ενταχθεί στην ελάχιστη ασφαλιστική κλίµακα του ΕΦΚΑ (κατώτατος µισθός) δεν φαίνεται να έχουν συµφέρον να παραµένουν για πολλά χρόνια.
-Αυτοαπασχολούµενοι δικηγόροι, γιατροί, νοσηλευτές, υγειονοµικοί και µηχανικοί ασφαλισµένοι στο πρ. ΕΤΑΑ, κυρίως όσοι αποχωρούν µε 35 χρόνια ασφάλισης και άνω. Προσοχή, καθώς ιδιαίτερα σηµαντικός είναι και ο ρόλος των συντάξιµων αποδοχών, των αποδοχών δηλαδή που υπόκεινται σε εισφορές.
Υπενθυµίζεται πως οι δύο βασικές µεταβλητές της εξίσωσης που χτίζουν την ανταποδοτική σύνταξη -η οποία προστίθεται στην εθνική για να προκύψει το συνολικό ποσό- είναι:
-Μέσος όρος σε επίπεδο µήνα του συνόλου των συντάξιµων αποδοχών (των αποδοχών που έχουν κρατήσεις) από το 2002 έως τη στιγµή της συνταξιοδότησης.
-Ποσοστιαία αναπλήρωση. Το ύψος της αναπλήρωσης καθορίζεται από τα έτη ασφάλισης και τα ποσοστά που υπολογίζονται σήµερα προσθετικά και όχι σωρευτικά.
Σύµφωνα µε ειδικούς, συµφέρον να περιµένουν τις αλλαγές πριν αποφασίσουν την έξοδό τους στη σύνταξη έχουν κυρίως όσοι µετρούν σήµερα µεσοσταθµικά πάνω από 1.000 ευρώ συντάξιµες αποδοχές τον µήνα. Αντίθετα, όσοι έχουν σηµαντική πτώση στις συντάξιµες αποδοχές τους και προσθέτουν χρόνια στον ασφαλιστικό βίο τους µε χαµηλότερες από 1.000 ευρώ µηνιαίες συντάξιµες αποδοχές -για παράδειγµα ελεύθεροι επαγγελµατίες που εντάσσονται στην ελάχιστη ασφαλιστική κλίµακα του ΕΦΚΑ και πληρώνουν εισφορές επί του κατώτατου µισθού των 650 ευρώ- δεν φαίνεται να έχουν συµφέρον να παραµένουν εργαζόµενοι για πολλά χρόνια.
Το «όριο» των 1.000 ευρώ και άνω θεωρείται το όριο ισορροπίας, εντός του οποίου µπορεί κάποιος να προσθέτει χρόνια ασφάλισης χωρίς να µειώνεται σηµαντικά ο µέσος όρος των συντάξιµων αποδοχών του, εφόσον βέβαια πριν από την κρίση είχε µια καλή 10ετία-15ετία. ?εδοµένου ότι το ύψος της ανταποδοτικής προκύπτει ποσοστιαία από τις συντάξιµες αποδοχές, µια αλλαγή επί τα βελτίω στα ποσοστά θα πριµοδοτήσει κατ’ αρχάς όλους όσοι έχουν µεγάλη καριέρα ασφάλισης και περισσότερο όσους έχουν ταυτόχρονα µεσαίους και υψηλούς µισθούς και ασφαλιστέα εισοδήµατα.
Σήµερα η αναπλήρωση στη 15ετία µόνο για το τµήµα της ανταποδοτικής είναι στο 11,55%, στην 20ετία στο 15,87%, στην 25ετία στο 20,68%, στην 30ετία στο 26,37%, στην 35ετία στο 33,81% και στην 40ετία στο 42,80%.
Μαζί µε την εθνική σύνταξη -που είναι για όλους όσοι έχουν 20ετία ασφάλισης και πάνω στα 384 ευρώ- η συνολική αναπλήρωση διαµορφώνεται υψηλότερα.
Η κλιµάκωση των ποσοστών αναπλήρωσης ξεκινά από 0,77% ετησίως για την πρώτη 15ετία και κορυφώνεται στο 2% ετησίως για 40ετία και άνω. Για παράδειγµα, µε συντάξιµες αποδοχές 1.500 ευρώ και 39 χρόνια ασφάλισης, η ανταποδοτική σύνταξη σήµερα είναι 612 ευρώ. Με µια αύξηση της αναπλήρωσης κατά δύο ποσοστιαίες µονάδες, η ανταποδοτική σύνταξη διαµορφώνεται στα 642 ευρώ.